Sonchus oleraceus Ζοχός

Sonchus oleraceus Ζοχός

Sonchus oleraceus Ζοχός 

Στο άγριο χόρτο το Sonchus oleraceus Ζοχός μαζεύεται όλο το υπέργειο τμήμα όταν είναι τρυφερό και πριν σκληρύνουν οι βλαστοί και τα φύλλα και χάσει τη γεύση του.

Επιστημονική ονομασία: Sonchus oleraceus L. 1753

Συνώνυμα: Sonchus ciliatus Lam., Sonchus ciliatus var. subbipinnatifidus Guss., Sonchus lacerus Willd., Sonchus royleanus DC., Sonchus subbipinnatifidus (Guss.) Zenari.

Ελληνικές ονομασίες: Σόγχος ο λαχανώδης.

Κοινές ονομασίες-Λαϊκές ονομασίες: Ζοχός ο κοινός, ζοχιός, ζοχιά, ζουγγάρι, τσόχος στη Κρήτη, γαλατσίδα από τον γαλακτώδη χυμό υγρό που τον διατρέχει, σόγκος, σφόγκος, ο σόγκος του Θεοστράτου και σόγχος ο τρυφερός του Διοσκουρίδη ενώ οι οι βυζαντινοί τον έλεγαν σόνχο.

Αγγλική ονομασία: common sowthistle, sow thistle, smooth sow thistle, annual sow thistle, hare’s colwort, hare’s thistle, milky tassel, milk thistle, soft thistle.

Ιστορικές Αναφορές

Το είδος αυτού του γένους καταναλώνεται πιθανώς από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης τον πρώτο αιώνα, ανέφερε δύο είδη σογχού, το ένα πιο τραχύ και το άλλο πιο τρυφερό και βρώσιμο, πιθανώς το Sonchus asper και το S. oleraceus.

Ο αρχαίος Αντιφάνης γράφει ότι «το δείπνο μας είναι μια κριθαρένια πίτα, κάποιος βολβός κι ένα νόστιμο πιάτο με ζοχούς ή μανιτάρια».

Ο Θεόστρατος το αναφέρει ως σογκός.

Βιότοπος-Οικολογία:

Ζει γύρω από καλλιεργημένα χωράφια, λιβάδια, σε άκρες δρόμων και απόβλητα. Εγγενής σε όλη την Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη δυτική Ασία, αλλά έχει εισήχθη ως ζιζάνιο σε σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

Θεωρείται γενικά ζιζάνιο, γιατί παρεμποδίζει τις καλλιέργειες, ενώ ο ετήσιος κύκλος ζωής του βοηθά στη γρήγορη εξάπλωσή του.

Το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα, σε υψόμετρο έως 2650 μέτρα, σε καλλιεργημένα ή χέρσα χωράφια, σε βραχώδη εδάφη, σε ξέφωτα δασών, σε άκρες δρόμων, σε πάρκα και αυλές, συλλέγεται από τις αρχές του χειμώνα μέχρι και το τέλος της άνοιξης.

Sonchus oleraceus Ζοχός ή Τσόχος

Περιγραφή:

Είναι μονοετές ποώδες φυτό, με ύψος που φθάνει τα 1 μέτρο, έχει όρθιο βλαστό, γραμμωτό, με λίγες διακλαδώσεις. Το στέλεχός του είναι απλό ή ολιγόκλαδο, λείο στο μεγαλύτερο μέρος του και με λίγες κοκκινωπές αδενώδεις τρίχες στη κορυφή, κοκκινίζει κοντά στη βάση στα μεγάλα φυτά.  Η ρίζα του ζοχού είναι παχιά, βαθιά, απλή ή διακλαδισμένη. Η ρίζα, οι βλαστοί και τα φύλλα του περιέχουν γαλακτώδη χυμό

Τα φύλλα του είναι γενικά λεία, εναλλασσόμενα, απλά, τα ανώτερα λυροειδή ή πτεροσχιδή ή πτερόλοβα με λοβούς οδοντωτούς που στενεύουν κοντά στη βάση. Εμφανίζουν κόκκινο μίσχο και παχύ, κόκκινο κεντρικό νεύρο. Το χρώμα των φύλλων είναι γυαλιστερό, σκούρο πράσινο, στην πάνω επιφάνεια και ανοιχτότερο στην κάτω, ενώ συχνά εμφανίζει κόκκινα στίγματα. Τα φύλλα της βάσης σχηματίζουν ρόδακα.

Από το ρόδακα των φύλλων αναπτύσσονται ανθοφόροι βλαστοί και στην κορυφή τους εμφανίζονται τα άνθη συνδεδεμένα χαλαρά πάνω σε κεφαλωτές ταξιανθίες. Τα ανθίδια είναι γλωσσοειδή, κίτρινου χρώματος. Οι στήμονες είναι πέντε και η ωοθήκη είναι υποφυής και μονόχωρη. Ανθίζει από το Φεβρουάριο έως και τον Ιούνιο.

Ο καρπός είναι αχαίνιο  με πολλούς σπόρους εφοδιασμένους με πολλά χνουδωτά νήματα (πάπποι) που λειτουργούν ως εξαρτήματα πτήσης για τη διάδοση του σπόρου. Ο σπόρος έχει μεγέθος 2-4 mm, είναι γωνιώδες, ακρότομο ή στενούμενο στην κορυφή, χωρίς ράμφος και με λευκό πάππο μήκους 7-8 mm. Κατά την ωρίμανση αποκτά καφέ χρώμα με λευκές ραβδώσεις και ραφές ελαφρώς πριονωτές. Ο καρπός περιέχει πολλούς σπόρους. Ο ζοχός μπορεί να παράγει μέχρι 8.000 γόνιμους σπόρους ανά φυτό, οι οποίοι είναι ικανοί να βλαστήσουν όλο το χρόνο και ιδιαίτερα μετά από βροχοπτώσεις

Εδωδιμότητα, Τρόποι παρασκευής:

Από το χόρτο συλλέγονται τα νεαρά φύλλα και τα τρυφερά στελέχη του το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη πριν ανθίσουν.

Τα νεαρά φύλλα είναι λιγότερο πικρά και καλύτερα να τρώγονται ωμά. Ο ατμός, το ζεμάτισμα ή ο βρασμός μειώνει την πικράδα των ώριμων φύλλων.

Τρώγονται ωμά ή βραστά σε σαλάτες με ελαιόλαδο και λεμόνι, σε σούπες, με όσπρια, τηγανισμένα με αυγά ή ομελέτες ενώ στη Κρήτη προστίθενται σε χορτόπιτες μαζί με άλλα χόρτα. 

Καταναλώνονται ωμά σε σαλάτες, τηγανητό με αυγά ή σε ομελέτες, βρασμένο και στη συνέχεια τηγανισμένο με ελαιόλαδο, σκόρδο και άλλα συστατικά.

Σε διάφορες μεσογειακές συνταγές παρασκευάζεται συνήθως σε μείγματα με άλλα άγρια ​​είδη, όπως είναι η ιταλική misticanza, μια σαλάτα με μείγμα από πολλά ωμά λαχανικά, το foie και το chòrta vramena, μείγματα πολλών άγριων βοτάνων που είχαν προηγουμένως βράσει, τα pastissets de brosses και τα minxos στην ανατολική Ισπανία, παραδοσιακές χορτόπιτες από άγρια ​​βότανα ή το μαροκινό beqoul, ένα μείγμα από έως και 20 άγρια ​​φυτά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός ανοιξιάτικου πιάτου χωρίς κρέας.

Τα άνθη του έχουν χρησιμοποιηθεί για την πήξη του γάλακτος, όπως αναφέρεται σε ορισμένες ιταλικές περιοχές.

Οι νεαρές ρίζες είναι επίσης εδώδιμες και μπορούν μετά από αποξήρανση να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο του καφέ.

Ο ζοχός ανήκει στην ίδια οικογένεια με το αγριοζοχό (Urospermum picroides), την Asteraceae, μπαίνει σε σαλάτες μαζί με άλλα χόρτα ή σε χορτόπιτες .

Στην ίδια οικογένεια:

  • Sonchus asper (L.) Hill, σε όλη την Ελλάδα, είναι ετήσια ή διετή φυτά, με αχαίνια ομαλά, όχι ρυτιδωμένα, τουλάχιστον μεταξύ των πλευρών, πολύ συμπιεσμένα και ± με πτερύγια.
  • Sonchus tenerrimus L. 1753, σε όλη την Ελλάδα, είναι ετήσια ή διετή φυτά, με αχαίνια ρυτιδωμένα ή ρικνά ανάμεσα στις πλευρές, ποτέ συμπιεσμένα και χωρίς πτερύγια, Φύλλα με λοβούς σχεδόν ισομήκεις, ο λοβός της κορυφής του φύλλου ίσος περίπου σε μέγεθος με τους πλαϊνούς λοβούς
  • Sonchus oleraceus L., σε όλη την Ελλάδα, είναι ετήσια ή διετή φυτά, με αχαίνια ρυτιδωμένα ή ρικνά ανάμεσα στις πλευρές, ποτέ συμπιεσμένα και χωρίς πτερύγια, Φύλλα χωρίς λοβούς ή αν υπάρχουν τότε ο λοβός της κορυφής του φύλλου είναι πολύ μεγαλύτερος από τους πλαϊνούς
  • Sonchus arvensis L., σε όλη την Μακεδονία, Ν. Πίνδο, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Ανατολικό Αιγαίο, Δυτικό Αιγαίο και Ιόνια νησιά. Είναι πολυετή φυτά, οι λοβοί των φύλλων όταν υπάρχουν δεν στενεύουν στη βάση ούτε είναι γραμμοειδώς στενοί.

Φυτοχημική σύσταση-Οφέλη στην υγεία

Οι ζοχοί περιέχουν πολύτιμα για τον οργανισμό θρεπτικά συστατικά όπως όλα τα λαχανευόμενα. Τα θρεπτικά αυτά στοιχεία απαντώνται σε μεγαλύτερες περιεκτικότητες στα άγρια συγκριτικά με τα καλλιεργούμενα φυτά.

Τα ποσοστά διαιτητικών ινών που περιέχονται είναι σημαντικά και η προσθήκη στη διατροφή μπορεί να αυξήσει την πρόσληψη φυτικών ινών.

Τα φύλλα του S. oleraceus περιέχουν υψηλές τιμές σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα – PUFA σε επίπεδα του 71.3% και σε α-λινολενικό οξύ (C18: 3n-3) που ποσοτικοποιήθηκε ως το πιο άφθονο (54,8%), επίσης έχουν καλή αναλογία ω – 3 / ω – 6 (> 4).

Τα φύλλα της ροζέτας του S. oleraceus είναι εξαιρετική πηγή Ca με μέσο όρο 131 mg / 100 g που αντιστοιχεί στο 15% του RDA για τους ενήλικες, καλή πηγή K, Mn και βιταμίνης B9 (φολικά άλατα), Fe και βιταμίνης C, ενώ έχει σημαντικά επίπεδα οξαλικού οξέος.

Επίσης έχουν απομονωθεί οι ουσίες: σκοπολετίνη, απιγένινο‐7‐γλυκουρονίδιο, λουτεόλινο‐7‐γλυκοσίδης, λουτεόλινο‐7‐γλυκουρονίδιο και λουτεόλινο‐7‐γλυκοσυλγλυκουρονίδιο.

Σε εκχυλίσματα των εναέριων μερών του Sonchus oleraceus  ανιχνεύθηκαν δέκα μεμονωμένες φαινολικές ενώσεις, με τα παράγωγα λουτεολίνης και απιγενίνης να είναι τα πιο άφθονα, αντιπροσωπεύοντας το 91,1% – 95,0% των συνολικών φαινολικών ενώσεων.

Τα φύλλα του θεωρούνται αναζωογονητικά και τονωτικά προστατευτικά του ήπατος και κατά της καούρας. Το λάτεξ του έχει χρησιμοποιηθεί τοπικά για τη θεραπεία κονδυλωμάτων και το αφέψημα ολόκληρου του φυτού για την ανακούφιση από τις αιμορροΐδες. Άλλες φαρμακευτικές χρήσεις σχετίζονται κυρίως με εντερικές και δερματικές διαταραχές.

Το Sonchus oleraceus, ανάμεσα σε 6 είδη του γένους Sonchus spp. που έχουν μελετηθεί, έδειξε την υψηλότερη δραστικότητα. Βρέθηκε ότι είναι αποτελεσματικότερο στην αναστολή της δράσης των θετικών κατά Gram Staphylococcus aureus και των αρνητικών κατά Gram E. coli, Salmonella enterica και Vibrio parahaemoliticus.

Αξίζει να σημειωθεί ότι καλλιέργειες κάλου του S. οleraceus έδειξαν ευρέως φάσματος αντιβακτηριακή δραστικότητα, ενώ και το υδατικό εκχύλισμα αυτών, εμφάνισε ακαρεοκτόνο δράση κατά του είδους Tetranychus urticae.

Θεραπευτικές ιδιότητες, Συνίσταται

Περιέχει βιταμίνη C και βιταμίνη Κ, πολυφαινόλες, φλαβονοειδή, ω-3 λιπαρά οξέα και σε α-λινολενικό οξύ, συστατικά που συνεισφέρουν σημαντικά στην αντιοξειδωτική ικανότητα του οργανισμού.

Σύμφωνα με έρευνες το S. oleraceus έχει φαρμακολογικές δράσεις όπως αντιοξειδωτική, αντιδιαβητική, αντιφλεγμονώδη, αντιπυρετική, αντιλοχική, αγχολυτική, κυτταροτοξική και αντιβακτηριακή δράση. Οι σεσκιτερπενικές λακτόνες, γουαϊανολίδη, φλαβονοειδή, φλαβονόλες, προανθοκυανιδίνες, ολικές φαινόλες, σαπωνίνες και τα αλκαλοειδή είναι πολύτιμα ως οδηγός στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών.

Ένας αριθμός φαρμακολογικών και εθνοϊατρικών ιδιοτήτων που βρέθηκαν σε διάφορες έρευνες μπορεί να είναι χρήσιμες στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων.

Στην χώρα μας θεωρείται ότι κάνει καλό σχεδόν στα πάντα και ότι συμβάλει στην ευεξία του οργανισμού. Ο ζωμός του ζοχού, μετά το βράσιμο, πίνετε ζεστός με μπόλικο λεμόνι, γιατί θεωρείται καθαρτικός, τονωτικός και αναζωογονητικός.

Στη λαϊκή θεραπευτική, ο ζοχός χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μιας μεγάλης ποικιλίας λοιμώξεων και ασθενειών. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τη χρήση του ως ηρεμιστικό και ως διουρητικό, καθαρτικό, ανθελμινθικό.

Η παρουσίαση των βοτάνων σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί συνταγή και έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα.

Μελισσοκομικό φυτό:

Ο ζοχός ανθίζει από το Δεκέμβριο έως και τον Ιούνιο και οι μέλισσες συλλέγουν γύρη.

Βιβλιογραφία:

  1. Μπαξεβάνης Νικόλαος (2021) Βρώσιμα άγρια χόρτα της Ελληνικής υπαίθρου – Ανασκόπηση στη φυτοχημική σύσταση και στη χρήση τους ως πηγή βιοδραστικών ουσιών της Μεσογειακής διατροφής, Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων
  2. Benítez G, González-Tejero MR, Molero Mesa J (2010) Pharmaceutical ethnobotany in the Western part of Granada province (Southern Spain): ethnopharmacological synthesis. J Ethnopharmacol 129:87–105
  3. Pinela José, Ana Maria Carvalho, Isabel C.F.R. Ferreira, Wild edible plants: Nutritional and toxicological characteristics, retrieval strategies and importance for today’s society, Food and Chemical Toxicology 110 (2017) 165–188
  4. Spyridon A. Petropoulos, Ângela Fernandes, Nikolaos Tzortzakis, Marina Sokovic, Ana Ciric, Lillian Barros, Isabel C.F.R. Ferreira, Bioactive compounds content and antimicrobial activities of wild edible Asteraceae species of the Mediterranean flora under commercial cultivation conditions, Food Research International 119 (2019) 859– 868
  5. Rivera D, Obón C, Inocencio C, Heinrich M, Verde A, Fajardo J, Llorach R (2005) The ethnobotanical study of local mediterranean food plants as medicinal resources in Southern Spain. J Physiol Pharmacol 56(Suppl 1):97–114
  6. María de Cortes Sánchez-Mata & Javier Tardío, Mediterranean Wild Edible Plants Ethnobotany and Food Composition Tables, Springer 2016
  7. Morales P, Ferreira ICFR, Carvalho AM, Sánchez-Mata MC, Cámara M, Tardío J (20120) Fatty acids profiles of some Spanish wild vegetables. Food Sci Technol Int 18(3):281–290
  8. Menendez-Baceta G, Aceituno-Mata L, Molina M, Reyes-García V, Tardío J, Pardode-Santayana M (2014) Medicinal plants traditionally used in the Northwest of the Basque Country (Biscay and Alava), Iberian Peninsula. J Ethnopharmacol 152(1):113–134
  9. Tardío J, Pascual H, Morales R (2002) Alimentos silvestres de Madrid. Guía de plantas y setas de uso alimentario tradicional en la Comunidad de Madrid. Ediciones La Librería, Madrid
  10. Ferrández JV, Sanz JM (1993) Las plantas en la medicina popular de la comarca de Monzón. Instituto de estudios Altoaragoneses (Diputación de Huesca), Huesca
  11. Xia, D.-Z., Yu, X.-F., Zhu, Z.-Y. & Zou, Z.-D. Antioxidant and antibacterial activity of six edible wild plants (Sonchus spp.) in China. Nat. Prod. Res. 25, 1893–901 (2011).
  12. Trichopoulou A, Vasilopoulou E, Hollman P, Chamalides Ch, Foufa E, Kaloudis T, Kromhout D, Miskaki Ph, Petrochilou I, Poulima E, Stafilakis K, Theophilou D (2000) Nutritional composition and flavonoid content of edible wild greens and green pies: a potential rich source of antioxidant nutrients in the Mediterranean diet. Food Chem 70:319–323
  13. Guil-Guerrero JL, Rodríguez-García I, Torija-Isasa ME (1997) Nutritional and toxic factors in selected wild edible plants. Plant Foods for Human Nutrition 51: 99–107
  14. Bianco VV, Santamaria P, Elia A (1998) Nutritional value and nitrate content in edible wild species used in Southern Italy. Institute of Agronomy and Field Crops University of Bari
  15. Vardavas CI, Majchrzak D, Wagner KH, Elmadfa I, Katafos A (2006b) The antioxidant and phylloquinone content of wildly grown greens in Crete. Food Chem 99(2006):813–821
  16. Simopoulos AP, Gopalan C (2003) Plants in human health and nutrition policy. World Review of Nutrition and Dietetics, vol 91. Karger, Basel
  17. Vanzani P, Rossetto M, De Marco V, Sacchetti LE, Paoletti MG, Rigo A (2011) Wild mediterranean plants as traditional food: a valuable source of antioxidants. Journal of Food Science Vol. 76, Nr. 1
  18. Guil-Guerrero JL, Giménez-Giménez A, Rodríguez-García I, Torija-Isasa ME (1998) Nutritional composition of Sonchus species ( S. asper L, S. oleraceus L and S. tenerrimus L). J Sci Food Agric 76(4):628–632
  19. Morales P, Ferreira ICFR, Carvalho AM, Sánchez-Mata MC, Cámara M, Fernández- Ruiz V, Pardo- de-Santayana M, Tardío J (2014) Mediterranean non cultivated vegetables as dietary sources of compounds with antioxidant and biological activity. LWT-Food Sci Technol 55:389–396
  20. Παππά Ελένη (2016) Καταγραφή της διαχρονικής εξέλιξης των μορφολογικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών δέκα λαχανευομένων ειδών, καλλιεργούμενων σε σύστημα επίπλευσης, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Επιστήμης & Φυτικής Παραγωγής, Μεταπτυχιακή Μελέτη
  21. Ayan I, Acar Z, Mut H, Basaran U, Asci O (2006) Morphological, chemical and nutritional properties of forage plants in a natural rangeland in Turkey. Bangladesh J. Bot. 35(2): 133-142, 2006 (December)
  22. Jimoh FO, Adelapo AA, Afolayan AJ (2011) Comparison of the nutritive value, antioxidant and antibacterial activities of Sonchus asper and Sonchus oleraceus. Rec Nat Prod 5(1):29–42
  23. Abhijeet V.Puri, Prakash D.Khandagale, Yunus N. Ansari, 2018, A REVIEW ON ETHNOMEDICINAL, PHARMACOLOGICAL AND PHYTOCHEMICAL ASPECTS OF SONCHUS OLERACEUS LINN. (ASTERACEAE), International Journal of Pharmacy and Biological Sciences 8(3)
  24. www.greekflora.gr/el
  25. el.wikipedia.org/wiki/Ταράξακος_ο_φαρμακευτικός
  26. portal.cybertaxonomy.org/flora-greece
  27. pfaf.org

Update 12-2021

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email

Follow Us

Click to rate this post!
[Total: 1 Average: 5]