Γλωσσάριο Μυκητολογίας ΑγριαΜανιταρια

Ευρετήριο

Α

Άγαρ: σύνθετος πολυσακχαρίτης που παράγεται από θαλάσσια φύκη (ροδοφύκη) και ο οποίος χρησιμοποιείται σε μορφή ζελέ σαν στερεοποιητικός παράγοντας για την ανάπτυξη βακτηρίων. Το αγάρ που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια μανιταριών είναι συνήθως διαθέσιμο σε μορφή σκόνης.

Αγενης ή asexual αναπαραγωγη: είναι μορφή αναπαραγωγής ενός είδους με τη συμμετοχή ενός μόνο γονέα, χωρίς να απαιτείται η συμμετοχή δύο φύλων. Αποτελεί συνήθη μέθοδο αναπαραγωγής για τα βακτήρια, τους μύκητες, τα φύκη, τα φυτά, αλλά σπανιότερα για τα ζώα, οπότε αποκαλείται παρθενογένεση.

Αείφυλλα πλατύφυλλα: πολυετή ξυλώση φυτά που διατηρούν το φύλλωμα τους όλο το έτος,μ τέτοια είδη είναι η αριά, κουμαριά, γλυστροκουμαριά, πουρνάρι, ρείκι, φράξο, αρκουδοπούρναρο, Αγριελιά, Φιλλύκι, Ράμνος, Σπάρτο, Σχίνος, η Δάφνη του Απόλλωνα και η Μυρτιά, ειθαλές Σφενδάμι και η Χαρουπιά  κ.α.

Ακανθοφόρα: τα μανιτάρια που στην κάτω επιφάνεια του καπέλου φέρουν αγκαθωτές προεξοχές.

Αμιγές δάσος: το δάσος που αποτελείται από ένα είδος δένδρου

Άμισχο: χωρίς μίσχο, δηλαδή χωρίς πόδι.

Ανασηκωμένη: για την περίμετρο ή περιφέρεια του καπέλου όταν είναι γυριστή προς τα πάνω κι έξω.

Αναστόμωση ή Αναστομωτικά Ελάσματα ή Πτυχώσεις: είναι η κάθετη σύνδεση ανάμεσα σε παράλληλα ή σχεδόν παράλληλα ελάσματα.

Ανθρακόφιλοι μύκητες: απαιτούν ως υπόστρωμα καμένη οργανική ύλη.

Αποτύπωμα σπορίων ή σποριομάζα ή spore print: είναι το χρώμα της μάζας των σπορίων σε μορφή σκόνης που αφήνει το μανιτάρι ή ένα μέρος του υμενίου ενός ώριμου και φρέσκου μανιταριού πάνω σε κάποιο υλικό.

Αραχνοΰφαντος ιστός ή κουρτίνα ή κορτίνα: μια εφήμερη μάζα από λεπτές ίνες, που μοιάζει με ιστό αράχνης, είναι μια μορφή του μερικού πέπλου και ενώνει αρχικά την περίμετρο του καπέλου με το ανώτερο τμήμα του ποδιού ορισμένων μανιταριών, κυρίως του γένους Cortinarius, αφήνει υπολείμματα σαν αραιές τρίχες συχνά κολλημένες στον στύπο, και κάποιες φορές να σχηματίζουν μια δακτυλιοειδή ζώνη.

Ασκομύκητες: μύκητες που παράγουν τα σπόρια μέσα σε υποσφαιρικούς, αβγόμορφους ή μακρόστενους σάκους τους ασκούς.

Ασκός: αναπαραγωγικό όργανο των Ασκομυκήτων.

Ασκοσπόρια: τα σπόρια που παράγονται στους ασκούς.

Άσκωμα: το καρπόσωμα των ασκομυκήτων, συνήθως έχει τη μορφή κυπέλλου.

Αστερόμορφα: με σχήμα που μοιάζει με αστέρι.

Β

Βασίδιο: το αναπαραγωγικό όργανο των βασιδιομυκήτων, μόλις ωριμάσουν σχηματίζουν 2-4 μικρές προεξοχές στο άκρο τους που ονομάζονται στηρίγματα, στις οποίες και αναπτύσσονται τα βασιδιοσπόρια.

Βασιδιοκάρπια ή Βασίδιωμα: το καρπόσωμα των βασιδιομυκήτων.

Βασιδιομύκητες: Οι μύκητες των οποίων τα σπόρια παράγονται πάνω σε κάποια άλλα κύτταρα που θυμίζουν μικρά ρόπαλα

Βιότοπος: οικολογική περιοχή που αναπτύσονται τα μανιτάρια

Βόλβα ή Μεμβρανώδη σάκο ή Κολεό ή Θήκη: είναι ένα περίβλημα στη βάσης του ποδιού του μανιταριού, δημιουργείται από τα υπολείμματα του ολικού πέπλου. Μπορεί να είναι χαλαρή ή σφιχτή και μόνο στην κορυφή να χαλαρώνει λίγο, λεπιώδης, γεισοειδής ή και ζωνωτή.

Βολβόμορφα: αυτά που φέρουν στη βάση του ποδιού βόλβα

Γ

Γαστερομύκητες: καλούνται οι βασιδιομύκητες που τα σπόρια σχηματίζονται μέσα σε κλειστά καρποσώματα, (σε γαστέρα = κοιλιά) τα οποία όταν ωριμάσουν σχίζονται, και τα σπόρια με μορφή πολύ λεπτής σκόνης ή καπνού βγαίνουν από την κορυφή τους αν με κάποιο τρόπο πιεστούν.

Δ

Δακτυλίδι ή Δακτύλιος: είναι υπόλειμμα του μερικού πέπλου ανάλογα με τη θέση του στον στύπο μπορεί να είναι κοντά στην κορυφή, κεντρικό ή κοντά στη βάση, να κρέμεται προς τα κάτω ή να ορθώνεται προς τα επάνω, να είναι υποτυπώδες έως μεγάλο, μονό ή διπλό ή σύνθετο που σχηματίζει οδοντωτό τροχό, κινητό, μεμβρανώδες ή από αραχνοειδή ιστό.

Δισκόμορφα: έχουν τη μορφή δίσκου.

Lepiota αποτυπώμα σπορίων

Ε

Εγγενή ή sexual ή αμφιγονική αναπαραγωγή: Απαιτείται η ένωση δύο ειδικών αναπαραγωγικών κυττάρων, συνήθως γειτονικών υφών, για να προκύψει το σπόριο του τέλειου σταδίου του μύκητα. Τα μεγαλόσωμα μανιτάρια (μακρομύκητες) αναπαράγονται συνήθως με εγγενή.

Εκτομυκόρριζες: είναι διττοί σχηματισμοί που σχηματίζονται κύρια από είδη μακρομυκήτων και ξυλώδη φυτά όπως διάφορα είδη θάμνων και δέντρων.

Ελάσματα: τα όργανα που μοιάζουν σαν λεπτά φύλλα, σε ακτινωτή διάταξη, στην κάτω πλευρά του καπέλου των περισσοτέρων βασιδιομυκήτων. Πάνω στα ελάσματα παράγονται τα σπόρια του μανιταριού.

Ελασματοφόρα: τα μανιτάρια που φέρουν ελάσματα στην κάτω πλευρά του καπέλου

Εντομοπαθογόνοι: ονομάζονται οι μύκητες οι οποίοι προσβάλλουν ζωντανά έντομα προξενώντας τους κάποια μορφή λιγότερο ή περισσότερο σοβαρής ασθένειας ή βλάβης.

Εξωτερικός ή ολικός πέπλος: βλ. Πέπλο

Επίγεια: τα μανιταρια που φυτρώνουν στο έδαφος.

Εριοειδής: με μαλλί σαν του προβάτου, με μαλακό μαλλί.

Εσωτερικός ή μερικός πέπλος: βλ. Πέπλο

Ετεροτροφοι, heterotroph: χαρακτηρίζεται ο οργανισμός εκείνος που αδυνατεί ο ίδιος να κατασκευάσει τις οργανικές ουσίες εκείνες τις οποίες χρειάζεται, εξαρτώμενος έτσι από το περιβάλλον του. Ετερότροφοι οργανισμοί είναι όλα τα ζώα, όλοι οι μύκητες, πολλά βακτήρια, τα φυτά που δεν φέρουν χλωροπλάστες, καθώς και κάποια ανθοφόρα φυτά (όπως τα εντομοφάγα).

Θ

Θαλλός: το νεαρό κλαδί φυτού, το φυτικό σώμα κατώτερων οργανισμών, όπως των φυκών, μυκήτων, κλπ.

Θήκη: βλ Βόλβα.

logo

Κ

Καρπόσωμα: αναπαραγωγικό όργανο των μυκήτων που φέρει ή περιέχει τα αγενή ή εγγενή σπόριά τους (μανιτάρια, ίσκες, ασκοκάρπια, κλπ.).

Καστανή ή Φαιά σήψη: όταν οι μύκητες τρέφονται κατά κύριο λόγο από την κυτταρίνη που υπάρχει στο ξύλο, αφήνοντας σχεδόν ανέπαφη την λιγνίνη, γι’ αυτό το προσβεβλημένο ξύλο διατηρεί την δομή και τη συνεντικότητά του ενώ παίρνει συνήθως ένα σκούρο καστανό χρώμα.

Κοραλλόμορφα: έχουν τη μορφή κοραλιού

Καμπανόμορφο: έχουν τη μορφή καμπάνας

Κυπελλόμορφα: έχουν τη μορφή κυπέλλου

Κεράτομορφα: έχουν τη μορφή κέρατου

Κυψελόμορφα: έχουν τη μορφή κυψελης

Κρατηρόμορφο: έχουν τη μορφή κρατήρα

Κροσσωτή: η περιφέρεια προεξέχει, και κρέμεται, σαν να έχει κρόσσια διαφόρων τύπων, από τριχωτά έως λεπιώδη, ακόμα μεμβρανώδη υπολείματα του μερικού πέπλου.

Καθολικός πέπλος: βλ. Μυκηλιακή μεμβράνη

Καρποφορίες: σχηματισμοί (εξειδικευμένο μυκήλιο) που αναπτύσσονται από το μυκήλιο και ‘φέρουν ’ τα σπόρια που είναι όργανα αναπαραγωγής

Κυτταρίνη: είναι ο κυριότερος πολυσακχαρίτης που απαντάται στον πλανήτη μας. αποτελεί το κύριο πολυμερικό συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος των φυτικών κυττάρων. Η κυριότερη πηγή κυτταρίνης απαντάται στο ξύλο (ξύλωμα) των δένδρων, ιδίως των δασικών οικοσυστημάτων. Στο ξύλο, η κυτταρίνη βρίσκεται σε ποσοστό 40-45% και συνδέεται χημικώς με ημικυτταρίνες και λιγνίνη για την παραγωγή των ξυλωδών ιστών. Τα διάφορα ένζυμα (κυτταρινάσες) που εκκρίνονται από το μυκήλιο των μανιταριών σπάνε τις αλυσίδες της δομής της κυτταρίνης και απελευθερώνουν μόρια σακχάρων με ένα, δύο ή και περισσότερους δακτυλίους γλυκόζης. Τα απλά μόρια γλυκόζης που τελικά παράγονται μέσω μιας διαδικασίας υδρόλυσης είναι αυτό που απορροφάται από το μυκήλιο και αποτελεί την «τροφή» των μανιταριών.

Κολεό βλ. Βόλβα.

Κοπρόφιλοι: αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω σε κοπριά ή υπολλείματα κοπριάς φυτοφάγων κυρίως ζώων, όπου βρίσκουν άφθονες αζωτούχες ουσίες και κυτταρίνη

Κωνικό: το καπέλο που είναι μυτερό στη κορυφή και το ύψος του είναι μεγαλύτερο από την διάμετρο.

Λ

Λευκή ή Μαλακή σήψη: όταν οι μύκητες αποικοδομούν σε πολύ μεγάλο βαθμό έως και πλήρως τη λιγνίνη και μετατρέπουν το ξύλο σε μαλακή, ανοικτόχτωμη, ινώδη, σηπόμενη μάζα χωρίς να θρυμματίζεται.

Λεπιωτό: Με επιφάνεια διασπασμένη σε κομματάκια που μοιάζουν με λέπια.

Λιγνίνη ή Ξυλίνη: είναι το χημικό συστατικό που διακρίνει το ξύλο από τις άλλες κυτταρινικές ουσίες που παράγονται στη φύση. Η λιγνίνη βρίσκεται πάντοτε μαζί με την κυτταρίνη, ενώ η κυτταρίνη εμφανίζεται και χωρίς τη λιγνίνη, όπως λ.χ. στο βαμβάκι.

Μ

Μακία: θαμνότοποι που σχηματίζονται στα κατώτερα μέρη των βουνών και σε βραχώδεις πλαγιές, από την επιφάνεια της θάλασσας ως τα 700 μ. περίπου υψόμετρο.

Μορφολογία:

Μεμβρανώδη σάκο: βλ. Βόλβα.

Μερικός πέπλος: βλ. Πέπλο.

Μυκήλιο ή Θαλλός: το σώμα του μύκητα και έχει την μορφή πολυκύτταρων νηματοειδών υφών.

Μακρομύκητες: Οι μύκητες που σε κάποιο στάδιο της ζωής τους παράγουν ευμεγέθεις καρποφορίες ορατές με γυμνό μάτι δηλ. μανιτάρια

Μικρομύκητες: μικροσκοπικοί μύκητες που είναι ορατοί μόνο με τη βοήθεια μικροσκοπίου

Μυκητορριζική συμβίωση : Η δημιουργια ενός είδους συμβίωσης των βασιδιομυκήτων με τις ρίζες των δέντρων.

Ξ

Ξενιστές: Το φυτό το οποίο προσβάλλεται από έναν παρασιτικό ή φυτοπαθογόνο μύκητα.

Ξυλοσηπτικά ή Λιγνινολυτικά : Αυτά που αναπτύσσονται πάνω σε ωεκρά ξύλα ή ζωντανά δέντρα και παράγουν τα καρποσώματά τους (μανιτάρια) συνήθως πάνω στα ξύλα ή ξυλώδη υπολείμματα από τα οποία τρέφονται.

Ο

Ολικός πέπλος: βλ. Πέπλο.

Ομφαλοειδές: με μικρό βύθισμα στο κέντρο, σαν αφαλό.

Π

Πατατόμορφα: που έχουν σχήμα, μορφή που μοιαζει με τις πατάτας

Πίλος ή Πιλίδιο ή Καπέλο: το πλατύ τμήμα των μανιταριών που στο κάτω μέρος του φέρει το υμένιο:

Πολύποροι: οι δερματώδεις και ξυλώδεις μύκητες που έχουν πορώδες υμένιο, οι βωλίτες δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή.

Πόροι: είναι οι έξοδοι των σωλήνων

Παρασιτισμός: ο ένας οργανισμός ζει μονομερώς εις βάρος του άλλου, μπορεί να τον βλάπτει προκαλώντας του ασθένεια ή έως και το θάνατό του.

Παρασιτικοί ή Φυτοπαθογόνοι: ονομάζονται οι μύκητες οι οποίοι προσβάλλουν ζωντανά φυτά προξενώντας τους κάποια μορφή λιγότερο ή περισσότερο σοβαρής ασθένειας ή βλάβης.

Πεταλόμορφο: που έχουν σχήμα, μορφή που μοιαζει με πέταλο

Πέπλο: είναι το προστατευτικό κάλυμμα, συνήθως μεμβρανώδες, ορισμένων μανιταριών. Διακρίνεται σε ολικό ή εξωτερικό ή καθολικό πέπλο και σε μερικό ή εσωτερικό πέπλο. Το ολικό ή εξωτερικό ή καθολικό πέπλο είναι αυτό που στην αρχή της ανάπτυξης του μανιταριού καλύπτει όλο του το σώμα σαν κλειστή σακούλα και στη συνέχεια σχίζεται και είτε χάνεται είτε σχηματίζει νιφάδες ή λέπια στην επιφάνεια του καπέλου ή/και βόλβα ή θήκη στη βάση του ποδιού. Το μερικό ή εσωτερικό πέπλο είναι αυτός ο  μεμβρανώδης ιστός που ενώνει αρχικά την περίμετρο του καπέλου με το ανώτερο τμήμα του ποδιού, δηλαδή καλύπτει το υμένιο (ελάσματα ή πόρους), καθώς σχίζεται δημιουργείται από τα υπολείμματά του το δαχτυλίδι ή η κουρτίνα πάνω στο πόδι.

Πτυχώσεις: βλ. Αναστόμωση

Ρ

Ροπαλόμορφα: που έχουν σχήμα, μορφή που μοιαζει με ρόπαλο.

Ρουκετόμορφο: που έχουν σχήμα, μορφή που μοιαζει με ρουκέτα.

Σ

Σαπροτροφικοί μύκητες: είναι αυτοί που τρέφονται από νεκρά τμήματα ετήσιων και πολυετών φυτών όπως είναι τα φύλλα, οι βελόνες, οι βλαστοί, οι ρίζες, το ξύλο.

Σελόμορφα: με μορφή σέλας.

Σποριοτύπωμα: Βλ. Αποτύπωμα σπορίων.

Συστρεμμένο ή γυριστό: για την περίμετρο ή περιφέρεια του καπέλου όταν είναι γυρισμένη προς τα κάτω και μέσα.

Σωληνοφόρα μανιταρια: η σπογγώδη κάτω επιφάνεια του καπέλου που αποτελείται από σωλήνες και πόρους

Στρωματοειδή: τα μανιτάρια που απλώνονται πάνω στο υπόστρωμα,

Στύπος ή Πόδι ή Μίσχος: το τμήμα του καρποσώματος που στηρίζει το καπέλο ή την κεφαλή.

Σωλήνες: τα σωληνάκια όπου αναπτύσσονται τα σπόρια ορισμένων μυκήτων.

Σπατουλόμορφο: που έχουν σχήμα, μορφή που μοιαζει με σπάτουλα

Σπόριο: είναι ένα μονοκύτταρο συνήθως μικροσκοπικό αναπαραγωγικό όργανο των μυκήτων.

Υ

Υγροφανές: το χρώμα του πίλου ξανοίγει όσο στεγνώνει το καρπόσωμα, ενώ σκουραίνει όταν υγραίνεται.

Υποϋμενικό ή  Υπομενϋακό στρώμα, είναι η σάρκα στον ιστό του καπέλου αμέσως πάνω από το στρώμα των σωλήνων, γνωστή ως γραμμή του Bataille.

Υποστρώμα: το περιβάλλον ή το μέσον επί του οποίου αναπτύσσεται κάποιος οργανισμός, ειδικότερα μικροοργανισμός.

Υμενοφόρα: η επιφάνεια που φέρει το υμένιο ενός μύκητα.

Υμένιο: υφές οι λεπτές ίνες του σώματος που αποτελείται το μυκήλιο

Ύβος ή Θηλή: προεξοχή σαν καμπούρα στο κέντρο του καπέλου.

Φ

Φυμάτια: τα εξογκώματα ή οι εξάρσεις που έχουν σφαιρική μορφή.

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email