Pluteus cervinus

Pluteus cervinus

Pluteus cervinus

To εδώδιμο, αλλά κακής ποιότητας, συχνό, Pluteus cervinus, καρποφορεί μοναχικά ή σε μικρές ομάδες, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο (κυρίως τον Ιούνιο – Νοέμβριο) σε νεκρό ξύλο, σε σάπιους κορμούς, ρίζες και κούτσουρα αλλά και σε πριονίδια κυρίως πλατύφυλλων (π.χ. Acer, Betula, Eucalyptus, Fagus, Quercus) και πιο σπάνια κωνοφόρων ειδών (Pinus, Picea). Σπάνια μεγαλώνει στο έδαφος σε στρώμα από χούμο χωρίς εμφανή σύνδεση με το ξύλο.

Συστηματική ταξινόμηση:
Phylum (Συνομοταξία) : Basidiomycota
Class (Ομοταξία) : Agaricomycetes
Order (Τάξη) : Auriculariales
Family (Οικογένεια): Pluteaceae
Genus (Γένος) : Pluteus
Species (Είδος) : P. cervinus

Επιστημονική ονομασία: Pluteus cervinus (Schaeff.) P. Kumm.

Συνώνυμα: Agaricus atricapillus Batsch, Pluteus atricapillus (Batsch) Fayod, Pluteus atricapillus var. albus Vellinga

Κοινές ονομασίες: Deer shield, The deer, Fawn mushroom

Pluteus cervinus μανιταρια βιοτοπος

Περιγραφή:

Το καπέλο έχει διάμετρο 2,5-15 εκ., σχήμα αρχικά ημισφαιρικό-καμπανόμορφο, έπειτα κυρτό ή επίπεδο-κυρτό με ή χωρίς χαμηλό ύβο, λείο, λαμπερό, μερικές φορές με ακτινικά ινίδια, λιπαρό στην αφή. Η επιδερμίδα, εύκολα αποσπώμενη, με αποχρώσεις πάντα του καφέ, από μαυριδερό-καφέ, γκρι-καφέ, ωχρό-καφετί, καφέ-πορτοκαλί, πιο σκουρόχρωμη στο κέντρο και πιο ανοιχτόχρωμη στο περιθώριο. Εμφανίζονται επίσης και καθαρές λευκές παραλλαγές.

Τα ελάσματα γεμάτα, πλατιά, ελεύθερα, λευκά αρχικά, ρόδινα-σολομόχρωμα στην ωριμότητα.

Το πόδι έχει ύψος 4–10 (14) και διάμετρο 0,5–2 εκ., κυλινδρικό, με ελαφρώς διογκωμένη βάση, λευκό, συνήθως με επιμήκη καφέ ή γκρίζο-καφετί ινίδια,

Η σάρκα είναι λευκή, παχιά, συμπαγές, γίνεται μαλακιά στην ωριμότητα, ινώδης στο πόδι, με οσμή που θυμίζει ραπανάκι-ωμή πατάτα και με παρόμοια γεύση.

Το αποτύπωμα των σπορίων έχει χρώμα ρόδινο.

Ομοιότητες:

Το Pluteus cervinus είναι ένα παράδειγμα μανιταριού που αναγνωρίζεται εύκολα στο γένος, αλλά αποτελεί πρόκληση η ταυτοποίηση του είδους. Όπως όλα τα είδη του γένους Pluteus, χαρακτηρίζεται από ελεύθερα ελάσματα που ωριμάζουν σε ρόδινα, την έλλειψη μερικού ή καθολικού πέπλου και την εμφάνιση σε υποστρώμα σάπιου ξύλου. 

To εδώδιμο, αλλά κακής ποιότητας, συχνό, Pluteus pouzarianus, καρποφορεί μοναχικά ή σε μικρές ομάδες, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο σε νεκρό ξύλο, σε σάπιους κορμούς, ρίζες και κούτσουρα αλλά και σε πριονίδια κωνοφόρων (π.χ. Abies, Picea, Pinus). Σε μία συλλογή καταγράφηκε σε μεικτό δάσος κάτω από Fagus.

Συνήθως, το καπέλο του P. cervinus είναι πιο ομοιόμορφα καφέ, ενώ του Pluteus  pouzarianus, είναι συχνά πιο γκριζωπό.

Το Pluteus atromarginatus, ταυτοποιείται ευκολότερα λόγω των μαυριδερών ακμών των ελασμάτων που αποκτούν όσο ωριμάζει, ένα χαρακτηριστικό που δεν φαίνεται στο Pluteus pouzarianus ή στο P. cervinus.

Το Pluteus petasatus, έχει καπέλο ασπριδερό, με καφετιά λέπια στο κέντρο του.

Μερικοί αναγνωρίζουν ένα είδος, τον Pluteus magnus, με καπέλο με μια πιο στιβαρή, σκοτεινή και συχνά ζαρωμένη έκδοση, φωτογραφία κάτω.

Πηγή: www.researchgate.net/publication, www.mykoweb.com

Pluteus magnus = Pluteus cervinus
Pluteus magnus

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 1 Average: 5]

Απάντηση