Chenopodium album Λουβουδιά

Chenopodium album Λουβουδιά

Chenopodium album Λουβουδιά

Το φυτό Chenopodium album Λουβουδιά είναι το πιο κοινό απαντώμενο είδος από τα 150 είδη του γένους των Chenopodium. Αναπτύσσεται σε πλούσια με άζωτο εδάφη, σε αμμώδη ή αργιλώδη τοποθεσίες καθώς και σε εδάφη πλούσια σε οργανική ύλη. Φύεται σε όλη τη χώρα, σε υψόμετρο από 200 έως τα 1600 μέτρα, σε ακαλλιέργητους αγρούς, σε καλλιέργειες, σε σκουπιδότοπους, σε άκρες δρόμων αλλά και σε πλαγιές.

Επιστιμονική ονομασία: Chenopodium album L. 1753

Συνώνυμα: Atriplex alba (L.) Crantz, Atriplex viridis (L.) Crantz, Chenopodium album var. candicans Moq., Chenopodium candicans Lam., Chenopodium viride L.

Ελληνική ονομασία: Χηνοπόδιο το λευκό, Λουβαδιά η κοινή

Κοινή ονομασία: Λουβουδιά, Χηνοπόδιο, Βρωμόχορτο, Κλουβίδα, Lamb’s quarters, Melde, White Goosefoot, Manure weed, Fat-hen, Wild spinach.

Αγγλική ονομασία: Fat Hen, lambsquarter, melde, goosefoot, white goosefoot, wild spinach ή fat-hen

Περιγραφή:

Η Λουβουδιά είναι ένα μονοετές, όχι κολλώδη, όχι δύσοσμο, μόνοικο φυτό, της οικογένειας των Chenopodiaceae, με βλαστό, κυλινδρικό, όρθιο, διακλαδιζόμενο, με ύψος που μπορεί να φτάσει και το 1,5 μέτρο, λευκό-πρασινωπός με κόκκινα στίγματα και αυλακωτός. Τα φυτά έχουν ισχυρή, βαθιά πασσαλώδη ρίζα, ενώ τα νεαρά μέρη του φυτού έχουν αλευρώδη επίχρισμα.

Τα φύλλα του γκρίζο-πράσινα, κατ’ εναλλαγήν, τα κατώτερα μερικές φορές αντίθετα, έχουν σχήμα που μοιάζει με πόδι χήνας, ρομβοειδώς ωοειδές έως επίμηκες, με λευκό επίχρισμα την άνω επιφάνεια, ενώ η κάτω συχνά έχει ερυθρό χρώμα, με μακρύ μίσχο, άνισα οδοντωτά, έλασμα φύλλων ευκρινώς μακρύτερο του πλάτους του.  

Τα άνθη του δυσδιάκριτα, πρασινωπά, σε πυκνές μασχαλιαίες βοτρυοειδείς ταξιανθίες, ποικίλως αλευρώδης. Περίοδος ανθοφορίας από τον Ιούνιο έως και τον Σεπτέμβριο.

Ο καρπός του φυτού είναι σφαιρικός, καστανός και με πολλά σπέρματα.

Εδωδιμότητα:

Η Λουβουδιά είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα εδώδιμα νόστιμα βότανα της χώρας μας. Καταναλώνεται ως λαχανικό ύστερα από βράσιμο με άλλα είδη της εποχής για να βελτιώσουν την γεύση της.

Τα νεαρά βλαστάρια και τα τρυφερά φύλλα μπορούν να μαγειρευτούν και να φαγωθούν όπως το σπαράγγι.

Τα τρυφερά φύλλα και βλαστάρια μαγειρεύονται ως λαχανικά με άλλα είδη της εποχής για να βελτιώσουν την γεύση της.

Η Λουβουδιά είναι καλή πηγή θρεπτικών στοιχείων, περιέχει μεγάλες ποσότητες σε βιταμίνη Α και σε βιταμίνη C, σε ασβέστιο, και μικρότερες σε θειαμίνη (Β1), ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη, σίδηρο, φωσφόρο και κάλιο.

Οι σπόροι του φυτού ξηραίνονται και αλέθονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή ενός είδους ψωμιού, μπορούν επίσης να προστεθούν στις σαλάτες, αφού πρώτα εμποτιστούν με νερό όλη τη νύκτα και ξεπλυθούν καλά πριν χρησιμοποιηθούν προκειμένου να αφαιρεθούν οι σαπωνίνες.

Οι σπόροι τρώγονται σαν πλιγούρι και επιπλέον μπαίνουν σε ήπια αλκοολούχα ποτά που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως SooRa και ghanti.

Τα φύλλα του φυτού θα πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, γιατί περιέχουν υψηλά επίπεδα οξαλικού οξέος.

Στην Ινδία, το φυτό ονομάζεται bathua και χρησιμοποιείται σε πιάτα όπως σούπες, κάρυ και γεμιστά ψωμιά, ιδιαίτερα δημοφιλή στο Πουντζάμπ.

Η λουβουδιά τρώγεται από τα ζώα, κυρίως γουρούνια, κουνέλια και κότες. Φτιάχνονται επίσης και ζωοτροφές από τα φύλλα της και τους σπόρους της.

Τοξικότητα

Μόνο τα ακατέργαστα φύλλα μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα και μόνο εάν καταναλώνονται μεγάλες ποσότητες.

Τα φύλλα και οι σπόροι όλων των μελών αυτού του γένους είναι περισσότερο ή λιγότερο βρώσιμοι. Ωστόσο, πολλά από τα είδη αυτού του γένους περιέχουν σαπωνίνες, αν και συνήθως σε ποσότητες πολύ μικρές για να κάνουν κακό. Αν και τοξικές, οι σαπωνίνες, απορροφώνται ελάχιστα από το σώμα και καταστρέφονται σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία του βρασίματος.

Το χηνοπόδιο επίσης περιέχει οξαλικό οξύ που έχει μια επικινδυνότητα. Το μαγείρεμα του θα μειώσει τη περιεκτηκότητα σε οξαλικό οξύ και έτσι θα καταστεί ακίνδυνο.

Τα άτομα με τάση ρευματισμού, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, πέτρες στα νεφρά ή υπερκινητικότητα πρέπει να λαμβάνουν ιδιαίτερη προσοχή εάν συμπεριλάβουν αυτό το φυτό στη διατροφή τους, καθώς μπορεί να επιδεινώσουν την κατάστασή τους.

Υπάρχουν αναφορές ότι σε μερικούς ανθρώπους, η κατανάλωση πολύ μεγάλων ποσότητων από τα φύλλα έχουν προκαλέσει φωτοευαισθησία.

Μια άλλη έρευνα αναφέρει ότι εάν το φυτό αναπτύσσεται σε εδάφη που περιέχουν υπερβολικά νιτρικά, τότε το φυτό μπορεί να συγκεντρώσει αυτές τις ουσίες στα φύλλα. Τα νιτρικά έχουν αποδειχθεί ότι προκαλούν πολλά προβλήματα υγείας.

Πίνακας 1. Κύρια συστατικά Chenopodium album
Πίνακας 2. Βιταμίνες και άλλα συστατικά Chenopodium album
Πίνακας 3. Προφίλ λιπαρών οξέων (% των συνολικών λιπαρών οξέων) Chenopodium album

Φυτοχημική σύσταση-Οφέλη στην υγεία

Το φυτό είναι πολύ θρεπτικό και πλούσιο σε πρωτεΐνη, βιταμίνη Α, βιταμίνη C, θειαμίνη (Β1), ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και κάλιο. Έχει βρεθεί ότι έχει φλαβονοειδή ως φαινολικό αμίδιο, σαπωνίνες, αμίδιο κινναμικού οξέος, αλκαλοειδή κινοαλβικίνη, αποκορτινοειδή, ξυλοσίδη, φαινόλες και λιγνάνες ως ενεργά φυτοσυστατικά. Έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες (>6g/100g) και είναι καλή πηγή K, Ca, Mg, Fe, Cu. Mn και Zn.

Το Chenopodium album είναι ένα άγριο χόρτο το οποίο έχει σημαντικές λειτουργικές δράσεις εκτός από τα βασικά θρεπτικά οφέλη.

Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, ανθελμινθικό κατά των στρογγυλών σκουληκιών, αιμοκαθαρτικό, ηπατοπροστατευτικό, διουρητικό, ηρεμιστικό, αντισκορβουτικό, διεύρυνση της σπλήνας, στη θεραπεία πεπτικών ελκών και στα εγκαύματα. Διάφορες λειτουργικές δράσεις όπως αντιμυκητιασικές, αντιπυριτικές, αντιεπιληπτικές και υποτασικές ιδιότητες ακατέργαστων και απομονωμένων ενώσεων από το φυτό δικαιολογούσαν τις χρήσεις του στην παραδοσιακή ιατρική.

Είναι γνωστό ότι είναι ένα φαρμακευτικό φυτό στην επιστημονική και λαογραφική βιβλιογραφία και οι φαρμακευτικές του αξίες είναι καλά τεκμηριωμένες. Έχει βρεθεί ότι έχει αντιφλεγμονώδη, αντιεγκεφαλική, ακινητοποιητική δραστηριότητα σπέρματος. Ιατρικά, αυτό το φυτό έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία διαφόρων συμπτωμάτων που οφείλονται σε διατροφικές ανεπάρκειες. Λέγεται επίσης ότι έχει ηρεμιστικές και ψυκτικές ιδιότητες και οι άνθρωποι έχουν χρησιμοποιήσει τα κατάπλαστα φύλλα για να καταπρανουν τα εγκαύματα.

Θεραπευτικές και Φαρμακευτικές ιδιότητες της Λουβουδιάς:

Η Λουβουδιάς δεν χρησιμοποιείται στη φυτική ιατρική, αν και έχει κάποιες απαλές φαρμακευτικές ιδιότητες.

Το έγχυμα των φύλλων της έχει αντιφλεγμονώδη, αντιρευματικές, ήπια καθαρτικές και οδοντοαναλγητικές ιδιότητες. Επίσης λαμβάνεται για την θεραπεία των ρευματισμών και κατά των εντερικών σκουλικιών.

Εξωτερικά τα φύλλα εφαρμόζονται ως κατάπλασμα πλύσης ή σε τσιμπήματα, στην ηλίαση, τις ρευματικές αρθρώσεις και τα πρησμένα πόδια. Ο χυμός των στελεχών εφαρμόζεται στις φακίδες και τα ηλιακά εγκαύματα.

Οι σπόροι όταν μασηθούν συντελούν στη θεραπεία των προβλημάτων του ουροποιητικού και της ακράτειας.

Άλλες χρήσεις

Μια πράσινη βαφή λαμβάνεται από τους νέους βλαστούς. Οι θρυμματισμένες φρέσκες ρίζες είναι ένα ήπιο υποκατάστατο του σαπουνιού.

Η παρουσίαση των βοτάνων σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί συνταγή και έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα.

Βιβλιογραφία:

  1. Μπαξεβάνης Νικόλαος (2021) Βρώσιμα άγρια χόρτα της Ελληνικής υπαίθρου – Ανασκόπηση στη φυτοχημική σύσταση και στη χρήση τους ως πηγή βιοδραστικών ουσιών της Μεσογειακής διατροφής, Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων
  2. Amrita Poonia & Ashutosh Upadhayay 2015 Chenopodium album Linn: review of nutritive value and biological properties J Food Sci Technol 52(7):3977–3985
  3. Agrawal Mona Y., Agrawal Yogesh P., Shamkuwar Prashant B. 2014 Phytochemical and Biological Activities of Chenopodium album, International Journal of PharmTech Research, Vol.6, No.1, pp 383-391
  4. Banerjee B., Banerjee T. Medicinal Uses of Chenopodium album Linn.: A Review. Journal of Novel Research in Pharmacy and Technology 155.
  5. María de Cortes Sánchez-Mata & Javier Tardío, Mediterranean Wild Edible Plants Ethnobotany and Food Composition Tables, Springer 2016
  6. Guil-Guerrero JL, Rodríguez-García I, Torija-Isasa ME (1997) Nutritional and toxic
    factors in selected wild edible plants. Plant Foods for Human Nutrition 51: 99–107
  7. Bianco VV, Santamaria P, Elia A (1998) Nutritional value and nitrate content in
    edible wild species used in Southern Italy. Institute of Agronomy and Field Crops
    University of Bari
  8. Yildrim E, Dursuna A, Turan M (2001) Determination of the nutrition contents of
    the wild plants used as vegetables in Upper Çoruh Valley. Turk J Bot 25:367–371
  9. Kuhnlein HV (1990) Nutrient values of indigenous wild plant greens and roots used
    by the Nuxalk people of Bella Coole, British Columbia. JOURNAL OF FOOD
    COMPOSITION AND ANALYSIS 3,38-46
  10. Afolayan A, Jimoh F (2009) Nutritional quality of some wild leafy vegetables in
    South Africa. International Journal of Food Sciences and Nutrition, 60(5):424–431
  11. Guil-Guerrero JL, Rodríguez-García I (1999) Lipids classes, fatty acids and
    carotenes of the leaves of six edible wild plants. Eur Food Res Technol 209(5):313–316
  12. https://kentromeletisarxaiasthourias.wordpress.com/2013/11/12/chenopodiumalbum-λουβουδιά-χηνοπόδιο/
  13. portal.cybertaxonomy.org
  14. Εικονογραφημένον Βοτανικόν – Φυτολογικόν Λεξικόν, Τόμος Α-Θ΄ – Δημήτριος Σ. Καββαδάς
  15. www.theplantlist.org
  16. pfaf.org,
  17. en.wikipedia.org/wiki/Chenopodium_album,
  18. Photo

Καταγραφή-Φωτογραφία: Μπαξεβάνης, 06-2015 Νομός Αττικής & 2021-01 Νομός Αττικής & 2021-09 Νομός Αττικής

Update 02-22

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 2 Average: 5]

Απάντηση