Ορολογία φυτων Π

Π

Παλαμοειδή, είναι τα φύλλα των οποίων όλα τα φυλλάρια εκφύονται από την κορυφή του μίσχου.

Παλαμοσχιδή ή Παλαμέλλοβα,είναι τα απλά φύλλα τα οποία φέρουν βαθιές εντομές οι οποίες κατευθύνονται προς το σημείο το οποίο συνδέεται το έλασμα με τον μίσχο, αλλά δεν φθάνουν μέχρι αυτόν.

Πάππος ή Κλέφτης, λοφίο ή στεφάνη από λεπτοφυές και μαλλώδες χνούδι που αναπτύσσεται στο άκρο τών σπερμάτων ορισμένων φυτών της οικογένειας τών συνθέτων και μετά την ωρίμαση τού καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν αλεξίπτωτο, εξασφαλίζοντας έτσι τον πολλαπλασιασμό τού είδους.

Παραβλαστικότητα, είναι η ικανότητα των φυτών να αναπτύσσουν βλαστούς από μη κανονικές θέσεις (κορμοβλαστήματα, πρεμνοβλαστήματα, ριζοβλαστήματα).

Παραλληνόνευρα, είναι τα φύλα των οποίων όλες οι νευρώσεις είναι παράλληλες.

Παράνθια, είναι τα βράκτια φύλλα.

Παράρριζα, είναι τα φύλλα τα οποία εκφύονται από την βάση του βλαστού, όπου διαχωρίζεται το υπόγειο (ρίζα) με το υπέργειο τμήμα του βλαστού.

Παράσιτο, χαρακτηρίζεται οργανισμός (ζωικός ή φυτικός) που ζει και αναπτύσσεται μαζί και σε βάρος άλλου οργανισμού, που χαρακτηρίζεται ξενιστής, από τον οποίο και τρέφεται με τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Τα παράσιτα που ζουν εξωτερικά του ξενιστή, όπως για παράδειγμα τα τσιμπούρια ονομάζονται έξωπαράσιτα, ενώ εκείνα που ζουν μέσα στο ξενιστή, όπως π.χ. οι ταινίες, ονομάζονται ενδοπαράσιτα. Ανάλογα με το είδος του ξενιστή διακρίνονται σε ζωοπαράσιτα και σε φυτοπαράσιτα.

Παραστεφάνη, λέγονται διάφορα γλωσσοειδή, τριχοειδή ή ταινιοειδή εξαρτήματα τα οποία φύονται εσωτερικά της στεφάνης.

Παραφυάδα, ο νεαρός βλαστός που βγαίνει δίπλα στον κύριο βλαστό του φυτού και δίνει φυτά ανεξάρτητα ή συνδεόμενα με το μητρικό φυτό.

Παράφυλλα, το ζεύγος φυλλοειδών μερών, αγκαθιών, αδένων ή λεπίων στη βάση του φύλλου ή κατά μήκος του μίσχου.

Παρέγχυμα, οι ανειδίκευτοι ιστοί που συνήθως αποτελούνται από λίγο πολύ ισοδιαμετρικά πολυεδρικά κύτταρα με λεπτά κυτταρικά τοιχώματα.

Παχύφυτα ή Χυμώδη, φυτά είναι φυτά που έχουν κάποια μέρη που είναι περισσότερο από ό, τι συνήθως παχιά και σαρκώδη, συνήθως για να συγκρατούν το νερό σε ξηρές κλιματολογικές ή εδαφολογικές συνθήκες. Τα παχύφυτα μπορούν να αποθηκεύουν νερό σε διάφορες δομές, όπως τα φύλλα και οι βλαστοί. Μερικοί ορισμοί περιλαμβάνουν επίσης τις ρίζες, έτσι ώστε τα γεώφυτα που επιβιώνουν κατά τις δυσμενείς περιόδους με μετασχηματισμό τους σε υπόγεια αποθηκευτικά όργανα, μπορεί να θεωρηθούν ως παχύφυτα. Στις κηπευτικές εφαρμογές, ο όρος “χυμώδεις” χρησιμοποιείται συχνά κατά τρόπο που να αποκλείει τα φυτά που βοτανολόγοι θεωρούν παχύφυτα, όπως οι κάκτοι. Τα παχύφυτα συχνά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά, λόγω της εντυπωσιακής και ασυνήθιστης εμφάνισής τους.

Περιάνθιο, είναι το σύνολο των στείρων ή άγονων ανθικών τμημάτων που περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη ενός άνθους, δηλαδή τους στήμονες και τον ύπερο. Το περιάνθιο συνήθως περιλαμβάνει ένα εξωτερικό σπονδύλωμα, τον κάλυκα, ο οποίος αποτελείται από πράσινα ανθόφυλλα που ονομάζονται σέπαλα, και ένα εσωτερικό, τη στεφάνη, η οποία αποτελείται από μεγαλύτερα και ποικιλόχρωμα ανθόφυλλα, τα πέταλα.

Περίβλαστα, λέγονται τα φυτά οποία περιελίσσονται γύρω από διάφορα εξαρτήματα.

Περίβλαστο, είναι το άμισχο φύλλο που με τη βάση του ελάσματος του περιβάλλει το βλαστό στο γόνατο.

Περίβλημα, είναι η δέσμη βρακτίων γύρω από άνθος ή άνθη.

Περιγόνιο, περιάνθιο που είναι μονόχρωμο.

Περικάρπιο, το περίβλημα του καρπού των φυτών, μέσα στο οποίο βρίσκεται το σπέρμα. Διακρίνεται, από μέσα προς τα έξω, σε ενδοκάρπιο, μεσοκάρπιο και εξωκάρπιο ή επικάρπιο.

Περισπέρμιο ή Κάψα, ο πλούσιος σε λεύκωμα αποταμιευτικός ιστός γύρω από το σπέρμα πολλών καρπών και προέρχεται από τους χιτώνες του εμβρυόσακκου.

Περιττόληκτα, ονομάζονται τα σύνθετα φύλλα τα οποία έχουν περιττό αριθμό φυλλαρίων, δηλ. έχουν ένα φυλλάριο στην κορυφή.

Πέταλα, μεταμορφωμένα φύλλα που αποτελούν βασικά δομικά, μη αναπαρωγικά στοιχεία του άνθους των αγγειοσπέρμων. Τα πέταλα των διαφόρων φυτών εμφανίζουν μία μεγάλη ποικιλία χρωμάτων,

Πίλημα, πυκνές, πιεσμένες τρίχες.

Πλειοχάσιο, τύπος ταξιανθίας. Επάκριο άνθος, κάτω από το οποίο σχηματίζονται τρεις ή περισσότεροι πλάγιοι κλάδοι, οι οποίοι διακλαδίζονται περαιτέρω σε δευτερεύοντες κλάδους.

Πλήρες, το άνθος το οποίο φέρει σέπαλα, πέταλα ,στήμονες & ύπερο.

Ποδίσκος, το στέλεχος στο άκρο του οποίου φέρεται ένα άνθος ή το κύριο στέλεχος μίας ταξιανθίας.

Πόα, είναι το φυτό που έχει βλαστό μαλακό και πράσινο, σε αντίθεση με τα ξυλώδη. Η διατήρηση του σχήματος οφείλεται κυρίως στη σπαργή των κυττάρων και λιγότερο στην κυτταρίνη. Το φύλλωμα τους χρησιμοποιείται χλωρό, ξερό ή ενσιρωμένο, ως ζωοτροφή (κυρίως αγρωστώδη και ψυχανθή). Στα πολυετή ή διετή ποώδη, ο υπέργειος βλαστός ξεραίνεται το χειμώνα και εκπτύσσονται νέοι βλαστοί και φύλλωμα την άνοιξη.

Ποικιλία, κατηγορία ταξινομικής διάκρισης ενός είδους που παρουσιάζει μορφολογικές διαφορές, οι οποίες πιθανώς να οφείλονται σε λόγους γεωγραφικούς.

Πολύγαμα, φυτά στα οποία το κάθε άτομο φέρει άνθη διγενή και μονογενή.

Πολυετές, το φυτό το οποίο ζει πάνω από ένα έτος.

Πολυφυλογενετικό ή Πολυφυλετικό, στη βοτανική αναφέρεται σε κάποιο φυτό που έχει πολλαπλές πηγές προέλευσης· αναφερόμενο σε μια ταξινομική βαθμίδα που δεν περιέχει τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο των μελών της.

Πρέμνο, αυτό που απομένει στη γη μετά το κόψιμο ενός δέντρου, είτε το τμήμα του κορμού που μένει στο έδαφος είτε, συνήθως, ολόκληρο το υπόλοιπο (μαζί με τις ρίζες) κούτσουρο (ιδίως του αμπελιού).

Πριονωτά, λέγονται τα φύλλα τα οποία φέρουν στο περίγραμμά τους αιχμηρά λυγισμένα δόντια.

Πτεροσχιδη, λέγονται τα απλά φύλλα τα οποία φέρουν γύρω από το μεσαίο νεύρο τους κάθετες προς αυτό εντομές που είναι παράλληλες μεταξύ τους, οι οποίες όμως δεν φθάνουν μέχρι το μεσαίο νεύρο. Εάν παρατηρείται το ίδιο σχίσιμο και στα τμήματα ή τους λοβούς του φύλλου αυτού, τότε το φύλλο ονομάζεται δις, τρις ή πολλαπλώς πτεροσχιδές.

Πτερωτό, είναι το σύνθετο φύλλο, του οποίου τα φυλλάρια βρίσκονται γύρω από το μεσαίο νεύρο. Ο κύριος άξονας των πτερωτών φύλλων λέγεται ράχη. Εάν τα φυλλάρια του πτερωτού φύλλου διαιρούνται περαιτέρω έχουμε δις, τρις κλπ πτερωτό.

Πτερυγιοφόρο κάρυο, ξηρός, αδιάρρηκτος, μονόσπερμος καρπός, με περικάρπιο που σχηματίζει προς τα έξω μία πλευρική πλατιά προβολή, η οποία χρησιμεύει για τη μεταφορά του καρπού με τον άνεμο ( Ulmus sp ., Fraxinus sp . κλπ.),

Πυρήνας, μέρος του καρπού που συγκροτείται από το σπέρμα και το ενδοκάρπιο, το οποίο συνίσταται από λιθώδη κύτταρα. Πυρήνα φέρουν οι σαρκώδες καρποί ορισμένων αγγειοσπέρμων (πυρηνόκαρπα).

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 0 Average: 0]

Απάντηση