Rubroboletus lupinus

Rubroboletus lupinus

Rubroboletus lupinus

Το όχι συχνό, τοξικό, Rubroboletus lupinus, καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή σε μικρές ομάδες, σε θερμά δάση πλατύφυλλων, μυκορριζικά κυρίως με βελανιδιές (Quercus), με καστανιές (Castanea) ή σπανιότερα με οξιές (Fagus).

Συστηματική ταξινόμηση:
Phylum (Συνομοταξία) : Basidiomycota
Class (Ομοταξία) : Agaricomycetes
Order (Τάξη) : Boletales
Family (Οικογένεια): Boletaceae
Genus (Γένος) : Rubroboletus
Species (Είδος) : R. lupinus

Επιστημονική ονομασία: Rubroboletus lupinus (Fr.) Costanzo, Gelardi, Simonini & Vizzin (2015).

Συνώνυμα: Boletus luridus var. lupinus (Fr.) E.-J.Gilbert, Boletus lupinus Fr. (1838), Dictyopus tuberosus var. lupinus (Fr.) Quél. (1886), Suillellus lupinus (Fr.) Blanco-Dios (2015).

Photography Wikimedia Commons, Author Bernypisa , Date October 2004

Περιγραφή:

Το καπέλο του Rubroboletus lupinus έχει διάμετρο έως 15 εκατοστά, αρχικά είναι ημισφαιρικό, σχεδόν επίπεδο αργότερα, με χρώμα υπόλευκο, ανοικτό γκρι, γκρίζο-καφετί, με ρόδο-κοκκινωπές αποχρώσεις αρχικά στη περίμετρο και όσο ωριμάζει καλύπτει όλο το καπέλο μετατρέποντας το σε ροδο-κοκκινωπό, ενώ τα σημεία που έρχονται σε επαφή με τα δάχτυλα δεν μεταχρωματίζονται.

Οι σωλήνες κίτρινοι στην αρχή, λαδό-κιτρινωποί αργότερα, ενώ οι πολυγωνικοί πόροι έχουν κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα, μεταχρωματίζονται σε μπλε-μαύρο χρώμα όταν πιεσθούν.

Το πόδι έχει ύψος 7-10 και διάμετρο 2-4 εκατοστά, βολβώδες, με ριζώδες βάση, έχει κίτρινο χρώμα, χωρίς δίχτυ, το άνω μέρος του καλύπτεται με πολύ λεπτούς κίτρινους κόκκους, ενώ το υπόλοιπο με πορτοκαλό-κόκκινους ή κοκκινωπούς κόκκους, αν πιεσθεί μεταχρωματίζεται σε σκούρο-μπλε χρώμα.

Η σάρκα του σφιχτή, έχει κίτρινο χρώμα, όταν κοπεί αποκτά γαλάζια απόχρωση, με δυσάρεστη οσμή και με ελαφρά όξινη γεύση.

Το αποτύπωμα των σπόρων έχει λαδο-καφετί χρώμα.

Rubroboletus lupinus τομη στο βιοτοπο
Καταγραφή-Φωτογραφία: Μπαξεβάνης Νίκος, 11- 2014, Νομός Αττικής, σε Quercus spp.

Σχόλια:

Το Rubroboletus lupinus είναι ένας τοξικός μύκητας, ιδιαίτερα όταν καταναλώνεται ωμός. Θα μπορούσε να καταναλωθεί μετά από παρατεταμένο μαγείρεμα, αλλά δεν προτείνεται γιατί σε ορισμένα άτομα προκαλεί γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως κοιλιακό άλγος, διάρροια και εμετό.

Rubroboletus lupinus τομη στο πόροι, ποδι
Καταγραφή-Φωτογραφία: Μπαξεβάνης Νίκος, 11- 2014, Νομός Αττικής, σε Quercus spp.

Ομοιότητες:

Το Butyriboletus Regius = Boletus Regius και το Butyriboletus fuscoroseus = Boletus pseudoregius έχει κίτρινους πόρους.
Το Imperator torosus, Rubroboletus satanas, Rubroboletus rhodoxanthus, Imperator rhodopurpureus, Rubroboletus legaliae έχουν δίκτυ στο πόδι τους.

Rubroboletus lupinus καπελο
Καταγραφή-Φωτογραφία: Μπαξεβάνης Νίκος, 11- 2014, Νομός Αττικής, σε Quercus spp.

Το γένος Rubroboletus

Το γένος Rubroboletus (Zhao et al. 2014), ιδρύθηκε για να φιλοξενήσει Boletaceae με κοκκινωπή επιφάνεια καπέλου, πορτοκαλί, πορτοκαλί-κοκκινωπή προς το αίμα κόκκινη επιφάνεια του υμενόφορου, κίτρινους σωλήνες, ρόδνο έως κόκκινο δίχτυ ή κηλίδες στο πόδι, μια γαλαζωπή αλλαγή χρώματος όταν τραυματίζεται.

Το γένος Rubroboletus μοιράζεται μερικά χαρακτηριστικά με το Suillellus, όπως η αιματοκοκκινωπή επιφάνεια του υμενοφόρου και η κοκκινωπή αλλαγή του χρώματος. Ωστόσο, το Suillellus διαφέρει από τον Rubroboletus από τον κιτρινωπό-καφέ έως σκούρο-καφέ καπέλο, τον κίτρινο έως καφέ δικτυωτό πόδι και τις έντονα αμυλοειδείς υφές της σάρκας, ενώ τα μέλη του Rubroboletus έχουν γκριζωπό κόκκινο έως ζωηρό κόκκινο ή σκούρο κόκκινο πόδι, με κόκκινο δίκτυ και μη αμυλοειδείς υφές.

Ο Caloboletus σχετίζεται κάπως με τον Rubroboletus. Παρόλο που και τα δύο γένη έχουν ένα δικτυωτό πόδι και μια μπλε αλλαγή χρώματος, το Caloboletus διακρίνεται από τη μοναδική πικρή γεύση και την κίτρινη επιφάνεια του υμενοφόρου (με εξαίρεση: πορτοκαλί κόκκινο στο C. firmus).

Το Exsudoporus έχει επίσης κοκκινωπό καπέλο, αίματο-κόκκινη έως πορτοκαλί-κόκκινη επιφάνεια του υμενοφόρου και μια γαλαζωπή αλλαγή χρώματος. Ωστόσο, μπορεί να αναγνωριστεί από τον εμφανή, έντονα ριζώδες δικτυωτό πόδι του και τους πόρους που σχηματίζουν κίτρινες σταγόνες υγρού όταν είναι μικρά .

Μερικά είδη Neoboletus, όπως το N. magnificus και το N. praestigiator (= B. Erythropus sensu Auct.) μοιάζουν με μέλη του Rubroboletus. Το N. praestigiator έχει καπέλο από καφέ έως σκούρο καφέ και κίτρινο πόδι που καλύπτεται από πυκνά πορτοκαλί-κοκκινωπά στίγματα.

Photography Wikimedia Commons, Author Ak ccm, Date 21 June 2015

Κλείδες για τα είδη του Rubroboletus που καρποφορούν στην Ευρώπη:

  • 1 Καπέλο γυαλιστερό όταν στεγνώνει και πολύ ιξώδες όταν είναι υγρό, οι μώλωπες στην επιφάνεια του γίνονται σκούρο-μπλε ……………………………………………………………………………………………………………………………2
  • 1 Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό, οι μώλωπες στην επιφάνεια του γίνονται σκούρο-κόκκινο ή δεν αλλάζουν……………………………………………………………………. 3
  • 2 Καπέλο γυαλιστερό-λαμπερό πορφυρό-κόκκινο έως κοκκινοπορτοκαλί όταν ωριμάσει, επιφάνεια του υμενοφόρου κόκκινη έως σκούρο-κοκκινωπή όταν είναι ώριμο, σάρκα ανοιχτό-κίτρινο …………………………………………………………………………………………….. ………………………………………………R. dupainii
  • 3 Σάρκα υπόλευκη έως λευκή όταν είναι ώριμο, το πόδι συνήθως διογκώνεται έντονα στη βάση ……………………………………………………………………………………………………………………………………………….R. satanas
  • 3 Σάρκα κιτρινωπή έως ανοιχτό κίτρινο όταν είναι ώριμο το καρπόσωμα, πόδι σε σχήμα ροπαλόμορφο ή κυλινδρικό ………………………………………………………………………………………….. ……………………………………………… 4
  • 4 Η σάρκα στο καπάκι και στο πόδι γίνονται μπλε σε τομή ………………………………………………………………… 5
  • 4 Η σάρκα στο καπέλο γίνεται μπλε αλλά στο πόδι δεν αλλάζει σε τομή ………………. R. rhodoxanthus
  • 5 Η επιφάνεια του καπέλου παραμένει αμετάβλητη σε μώλωπες, μυρωδιά σανού ή όχι διακριτή? γεύση ελαφρώς όξινη ………………………………………………………………………………………………………………………………………. 6
  • 5 Η επιφάνεια του καπέλου γίνεται σκούρο κόκκινο σε μώλωπες, μυρωδιά υπερβολικών ώριμων φρούτων, γλυκιά γεύση ……………………………………………………………………………………….R. rhodosanguineus
  • 6 Πόδι καλυμμένο με κόκκινο έως σκούρο κόκκινο δίκτυ, μυρωδιά σανού,  σε κωνοφόρα δάση, όπως π.χ. Picea spp και Abies spp ……………………………………………………………………………………….. R. rubrosanguineus
  • 6 Πόδι καλυμμένο με ρόδινο δίκτυ, η μυρωδιά δεν είναι διακριτή, σε πλατύφυλλα δάση, όπως π.χ. Quercus spp ………………………………………………………………………………………………………………..R. pulchrotinctus

Rubroboletus dupainii

Καρποφορεί σε ζεστά φυλλοβόλα δάση, μυκορριζικά κυρίως με βελανιδιές (Quercus) αλλά και με καστανιές (Castanea).

Το καπέλο του είναι γυαλιστερό-λαμπερό όταν στεγνώνει και πολύ ιξώδες όταν είναι υγρό, πορφυρό-κόκκινο έως κόκκινο-πορτοκαλί όταν ωριμάσει. Οι μώλωπες στην επιφάνεια του γίνονται σκούρο-μπλε.

Επιφάνεια του υμενοφόρου κόκκινη έως σκούρο-κοκκινωπή όταν είναι ώριμο, σωλήνες λεμόνι-κίτρινο, μπλε όταν τραυματιστεί.

Πόδι, λευκό-κιτρινωπό πιο φωτεινό κίτρινο στη κορυφή, καλυμμένο παντού με κόκκους πορτοκαλί, κόκκινα ή κόκκινο-πορτοκαλί χωρίς ή με ελάχιστο δίχτυ στην κορυφή.

Σάρκα ανοιχτό-κίτρινο, μεταχρωματίζεται σε έντονο μπλε όταν εκτίθεται στον αέρα.

Rubroboletus satanas

Καρποφορεί σε θερμά δάση με πλατύφυλλα είδη και σε ασβεστολιθικά εδάφη. Μυκορριζικά με βελανιδιές (Quercus), οξιά (Fagus), καστανιά (Castanea), κάρπινο (Carpinus) ή τιλιά (Tilia).

Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό. Σε μώλωπες δεν κηλιδώνεται.

Η σάρκα υπόλευκη έως λευκή όταν είναι ώριμο, το πόδι συνήθως διογκώνεται έντονα στη βάση.

Rubroboletus rhodoxanthus

Καρποφορεί σε θερμά δάση με πλατύφυλλα είδη και σε ασβεστολιθικά εδάφη. Μυκορριζικά με βελανιδιές (Quercus), οξιά (Fagus), καστανιά (Castanea), κάρπινο (Carpinus) ή τιλιά (Tilia).

Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό. Σε μώλωπες δεν κηλιδώνεται.

Σάρκα κιτρινωπή έως ανοιχτό κίτρινο όταν είναι ώριμο το καρπόσωμα, πόδι σε σχήμα ροπαλόμορφο ή κυλινδρικό.

Σε τομή η σάρκα γίνεται μπλε μόνο στο καπέλο, ενώ στο πόδι δεν αλλάζει.

Rubroboletus rhodosanguineus

Καρποφορεί μυκορριζικά με βελανιδιά και τσούγκα.

Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό.

Σάρκα κιτρινωπή έως ανοιχτό κίτρινο όταν είναι ώριμο το καρπόσωμα, σε τομή η σάρκα γίνεται μπλε στο καπέλο και στο πόδι.

Η επιφάνεια του καπέλου γίνεται σκούρο κόκκινο σε μώλωπες, μυρωδιά υπερβολικών ώριμων φρούτων, γλυκιά γεύση.

Rubroboletus rubrosanguineus

Σε ορεινά κωνοφόρα δάση, μυκορριζικά με ερυθρελάτη (Picea) ή έλατο (Abies) ή σε μικτά δάση με οξιά σε ασβεστώδη εδάφη.

Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό. Η επιφάνεια του παραμένει αμετάβλητη σε μώλωπες.

Σάρκα κιτρινωπή έως ανοιχτό κίτρινο όταν είναι ώριμο το καρπόσωμα, σε τομή η σάρκα γίνεται μπλε στο καπέλο και στο πόδι.

Πόδι καλυμμένο με κόκκινο έως σκούρο κόκκινο δίκτυ, μυρωδιά σανού, πιο έντονη όταν στεγνώσει ο μύκητας.

Rubroboletus pulchrotinctus

Καπέλο δεν γυαλίζει όταν στεγνώνει και μόνο ελαφρώς ιξώδες όταν είναι υγρό. Η επιφάνεια του παραμένει αμετάβλητη σε μώλωπες.

Σάρκα κιτρινωπή έως ανοιχτό κίτρινο όταν είναι ώριμο το καρπόσωμα, σε τομή η σάρκα γίνεται μπλε στο καπέλο και στο πόδι.

Πόδι καλυμμένο με ρόδινο δίκτυ, η μυρωδιά δεν είναι διακριτή.

Rubroboletus pulchrotinctus είναι ένας μυκόρριζος μύκητας, που αναπτύσσεται μοναχικά ή σε μικρές ομάδες σε θερμόφιλα πλατύφυλλα (κυρίως αειθαλείς βελανιδιές) και σε μεσογειακά μικτά δάση, με Quercus ilex, Q. rotundifolia, Q. cerris, Q. calliprinos, Q. alnifolia, Q. infektoria, Q. pubescens, Q. suber, Castanea sativa, Ostrya carpinifolia, Arbutus unedo, Pinus halepensis, Pinus pinea, Pinus pinaster, Juniperus communis, J. oxycedrus ssp. badia, Buxus sempervirens, Erica arborea, Pistacia lentiscus, Cistus salvifolius και Phillyrea latifolia, σε ασβεστούχα εδάφη.

Καπέλο 5-20 cm, με ελαφρώς λιπαρή, σε υγρό καιρό, ομαλή επιφάνεια, με χρώμα λευκό-μπεζ, ωχρό-γκριζωπό, ασημί-γκρι, στην περίμετρο έχει ρόδινους, ρόδινους-βιολετί τόνους, ανάλογα με το στάδιο ωρίμανσης, που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο εμφανές και να εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του καπέλου. Χωρίς μπλε χρωματισμό στον χειρισμό.

Οι σωλήνες κίτρινοι στα νεαρά δείγματα, λαδό-πρασινωποί όταν ωριμάσουν τα σπόρια. Μπλε σε επαφή με τον αέρα. Πόροι μικροί, στρογγυλοί, κίτρινοι, κίτρινοι-πορτοκαλί, έπειτα πρασινωποί όταν ωριμάσουν, οι οποίοι γίνονται μπλε στην επαφή.

Πόδι παχύσαρκο, ογκώδης, μερικές φορές διογκωμένο στη βάση, με ανοιχτό κίτρινο χρώμα, με ρόδινους τόνους στη μέση και υπόλευκο στη βάση, γίνεται μπλε στην αφή. Στο επάνω μέρος έχει ένα λεπτό καλά αναπτυγμένο ρόδινο δίκτυ.

Σάρκα με υπόλευκο κίτρινο χρώμα, ρόδινη κοντά στην επιδερμίδα, όταν κοπεί γίνεται μπλε, ειδικά στο πάνω μέρος του τμήματος. Δυσδιάκριτη οσμή, γλυκιά γεύση. Πιστεύεται ότι ευθύνεται για γαστρεντερικές δηλητηριάσεις.

Rubroboletus lupinus

Είναι σπάνιο τοξικό μανιτάρι, λάτρεις των ζεστών ασβεστολιθικών φυλλοβόλων δάσών, αναπτύσεται μυκορριζικά κυρίως με βελανιδιές (Quercus) και καστανιές (Castanea) αλλά και σε μικτά δάση με έλατα (Abies).

Έχει καπέλο με μέγεθος μεταξύ 5 και 15 cm, επιδερμίδα λεία και λίγο βελούδινη, αρχικά με ανομοιόμορφο ανοιχτό γκρι-ρόδινο χρώμα, αργότερα γίνεται ομοιόμορφα ρόδινο-κοκκινωπό, τελικά καφέ-πορτοκαλί ακόμη και με πρασινωπές αποχρώσεις.

Υμενοφόρο με μάλλον κοντούς σωλήνες, στρογγυλεμένους κοντά στο πόδι, κίτρινους που γίνονται μπλε σε επαφή με τον αέρα.

Οι πόροι, πολύ μικροί, πρώτα κίτρινοι, μετά πορτοκαλί, τελικά αιματο-κοκκινωποί, γίνονται μπλε όταν πιεστούν. Το πόδι στιβαρό, παχύσαρκο με διευρυμένη και ριζώδες βάση, λεία επιφάνεια, ανοιχτό κίτρινο με πορτοκαλί-ρόδινους τόνους στη βάση, ειδικά στα ενήλικα. Στο πάνω μέρος εμφανίζει πολλούς λεπτούς κίτρινους κόκκους. Μπορεί να φτάσει έως και 15 εκατοστά σε ύψος.

Η σάρκα έχει ανοιχτό-κίτρινο, με μια μικρή αλλαγή σε γαλάζιο όταν κοπεί, εκτός από τη βάση του στελέχους που είναι κίτρινο-ρόδινη. Έχει δυσάρεστη, ξινή, θειώδη μυρωδιά και γεύση.

Rubroboletus legaliae

Διακρίνεται μακροσκοπικά από τα χρώματα των βασιδιωμάτων, το εμφανές δίκτυ που τυπικά δεν καλύπτει ολόκληρο το στέλεχος και είναι καλά ανεπτυγμένο στο άνω μισό του, καθώς και από τη μεταβολή της σάρκας του όταν εκτίθεται στον αέρα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του bolete είναι η εξάρτησή του από την εκπλήρωση ορισμένων ειδικών απαιτήσεων εδάφους, θερμοκρασίας και συμβιωτικών σχέσεων. Τα πιο συνηθισμένα ενδιαιτήματα των R. le-galiae στη Νότια, Κεντρική και Βορειοδυτική Ευρώπη περιγράφονται από διάφορους συγγραφείς ως (φυσικά, θερμόφιλα ή μέτρια υγρά και δροσερά) ανοιχτά φυλλοβόλα δάση, βοσκοτόπια, πάρκα, αναχώματα με λιμνούλες, δασώδεις χορτολιβαδικές εκτάσεις και δρόμους, συνήθως σε ηλιόλουστες τοποθεσίες (σπάνια σε σκιασμένα μέρη), σε πλούσια (όξινα, ουδέτερα ή ασβεστολιθικά) εδάφη, κυρίως με κυρίαρχη παρουσία Quercus (Q. petrea, Q. robur, Q. pyrenaica, πιο σπάνια Q. Ilex), Οξιά (F. sylvatica), και πιο σπάνια Καστανιά (C. sativa) και Καρπίνο (C. betulus).

Rubroboletus demonensis

Καρποφορεί σε ζεστά φυλλοβόλα δάση ή σε ορισμένες περιπτώσεις σε μικτά φυλλοβόλα και κωνοφόρα ξύλα (Pinus nigra και Taxus baccata), ποτέ με μόνο  κωνοφόρα. Προτιμά δάση από φυλλοβόλες βελανιδιές (Quercus pubescens sensu lato, Q. cerris, Q. congesta και Q. virgiliana), σπάνια με το αριά (Q. ilex). Είναι συνηθισμένο σε καστανιές (Castanea sativa), καθαρό ή μικτό, και σε υψηλότερα υψόμετρα με οξιά (Fagus sylvatica).

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 4 Average: 5]