Morus alba Λευκή Μουριά

Morus alba Λευκή Μουριά καρπος

Morus alba Λευκή Μουριά

Η Morus alba Λευκή Μουριά διαφέρει από την Morus nigrs Μαύρη Μουριά στα φύλλα, η λευκή έχει στην κάτω πλευρά, λίγες τρίχες μόνο στα νεύρα και ασύμμετρη καρδιοειδή βάση από της μαύρης μουριάς.
Σήμερα, στην πράξη είναι γνωστές περισσότερες από 1.000 ποικιλίες μουριάς, η οποίες έχουν προέλθει από τα τέσσερα βασικά είδη M. alba, M. multicaulis, M. bombycis και M. atropurpurea.

Το δέντρο κατάγεται από την ευρύτερη περιοχή της Κίνας-Ιαπωνίας, από τους πρόποδες των Ιμαλαΐων , μεταφέρθηκε πριν από πολλούς αιώνες από την Ασία στην νότια Ευρώπη και στη Μεσογειακή περιοχή, καθώς τα φύλλα της μουριάς αποτελούν τροφή για μεταξοσκώληκες. Στην Ελλάδα, η μουριά πρωτοεμφανίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα για την ανάπτυξη της σηροτροφίας και κατόπιν η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε. Υποστηρίζεται δε ότι η Πελοπόννησος πήρε από τη μουριά το όνομά της (Μοριάς). Στην Ελλάδα φυτεύεται σε πάρκα και κήπους καθώς είναι δέντρο ανθεκτικό στη ρύπανση και κατάλληλο για παραθαλάσσιες φυτεύσεις, στην ύπαιθρο απαντάται μέχρι 1400 μέτρα.

Επιστημονική ονομασία: Morus alba L.

Ελληνική ονομασία: Μορέα η λευκή

Συνώνυμα: Morus alba f. tatarica Ser., Morus alba var. constantinopolitana Loudon, Morus alba var. multicaulis (Perr.) Loudon, Morus indica L., Morus multicaulis Perr.

Κοινές Όνομασίες: Μουριά λευκή, Μουριά, Μουρνιά, Συκαμινιά, Βαβατσινιά, Ασπροσκαμνιά, White mulberry, Common Mulberry

Morus alba Λευκή Μουριά Παραλλαγές φύλλου
Παραλλαγές φύλλου
Morus alba Λευκή Μουριά φυλλο

Περιγραφή

Η Morus alba Λευκή Μουριά είναι ένα φυλλοβόλο μόνοικο ή δίοικο δέντρο, με γαλακτώδη χυμό, της οικογένειας των Moraceae, με ύψος 5-15 μέτρα, με ωοειδής ως σφαιρική κόμη.

Τα φύλλα φύονται κατ’ εναλλαγή, με μήκος 6-19 εκ., είναι απλά, πλατιά, ωοειδή, με ασύμμετρη καρδιοειδή βάση και οξεία κορυφή, παρυφές αδρά πριονωτές. Η επάνω επιφάνεια σκούρο-πράσινη, γυαλιστερή, χωρίς χνούδι ή με ελάχιστο, η κάτω πλευρά, ανοικτό-πράσινη, με λίγες τρίχες μόνο στα νεύρα, μισχός κοντός με μήκος έως 2,5 εκ., μακρύτερος όμως από αυτόν της μαύρης μουριάς.

Τα άνθη μονογενή σε λευκοκίτρινους μασχαλιαίους ίουλους, μήκους 8-14 εκ. Αρσενικά ή θηλυκά άνθη μπορεί να βρίσκονται και πάνω στο ίδιο ή σε διαφορετικό δένδρο. Περίοδος ανθοφορίας από τον Απρίλιος-Ιούνιο.

Ο εδώδιμος καρπός είναι ωοειδές ή κυλινδρικό συγκάρπιο από δρύπες, με μήκος 1,5-2,5 εκ. όταν ο καρπός ωριμάσει γίνεται λευκός, σπάνια κοκκινωπός. Περίοδος καρποφορίας από τον Ιούλιος-Ιούλιος. Ο καρπός είναι εδώδιμος, είναι ζουμερός και με ευχάριστη άτονη γεύση.

Morus alba Λευκή Μουριά φυλλο

Τα μούρα

Ο καρπός της λευκής μουριάς περιέχει περίπου 1,5% πρωτεΐνη, 0,5% λίπος, 8% υδατάνθρακες, 0,7% μηλικό οξύ. Ανά 100 g, ο καρπός περιέχει 87,5 g νερό, 1,5 g πρωτεΐνης, 0,49 g λίπους, 8,3 g υδατάνθρακες, 1,4 g φυτικές ινες, 0,9 g τέφρα, 80 mg Ca, 40 mg P, 1,9 mg Fe, 174 IU vit. Α, 9 μg θειαμίνη, 184 μg ριβοφλαβίνη, 0,8 mg νικοτινικού οξέος και 13 mg ασκορβικού οξέος.

Το μούρο, είναι εδώδιμος, ζουμερός και με ευχάριστη γλυκιά γεύση καρπός.

Οι καρποί περιέχουν πηκτίνη, βιταμίνη C, τανίνη, σάκχαρο, μηλικό οξύ, λευκωματούχες ουσίες, άλατα, κόμεα και ελάχιστο λίπος, περιέχουν ανθοκυανίνες και φλαβονοειδή.

Τα μούρα περιέχουν πολύτιμα ιχνοστοιχεία αλλά έχουν και αντικαρκινική δράση. Επίσης τα μούρα είναι αντιοξειδωτικά, καθαρτικά, τονωτικά και θρεπτικά.

Οι καρποί είναι χρήσιμοι ως θρεπτικός παράγοντας κατά την ανάρρωση από παθήσεις όπως κρυολογήματα, γρίπη, βήχα, άσθμα, ζαλάδες και το βούισμα των αυτιών. Τα μαύρα μούρα τρώγονται για τον διαβήτη.

Πρέπει να αποφεύγουμε την υπερβολική κατανάλωση των μούρων γιατί θα μας προκαλέσουν διάρροια. Αποφεύγουμε τα φύλλα και τον φλοιό αν έχουμε αδύναμους πνεύμονες.

Morus alba Λευκή Μουριά φυλλα

Θεραπευτικές ιδιότητες:

Το φυτό γενικά έχει αντιβακτηριακή και αντιμυκητιακή δράση. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα. Ως θεραπευτικό βότανο, η βοτανολογία χρησιμοποιεί όλα τα μέρη της μουριάς με τα φύλλα της να πρωταγωνιστούν σήμερα για τις σπάνιες αντιδιαβητικές τους ιδιότητες.

Η παραδοσιακή ιατρική χρησιμοποίησε εντατικότατα τα φύλλα για δαγκώματα ερπετών και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από ακόνιτο. Τα φύλλα κοπανισμένα σε αλοιφή με ελαιόλαδο ήταν χρήσιμα για πληγές από εγκαύματα. Καθαρίζουν το ήπαρ και τα μάτια, είναι αντιοξειδωτικά, αντιβακτηριδιακά, ιδρωταγωγά, αποχρεμπτικά.

Τα φύλλα μουριάς μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων βρογχίτιδας.

Τα φύλλα σε έγχυμα 40-80 γραμμάρια ανά λίτρο, είναι καλό αντιπυρετικό, ενώ το ίδιο έγχυμα πιο συμπυκνωμένο με γαργάρες καταπραΰνει τον πονόδοντο.

Στη Δυτική Ευρώπη και τα Βαλκάνια συνηθίζουν το ράντισμα του φαγητού με θρυμματισμένα φύλλα μουριάς για τη μείωση του μεταγευματικού τους σακχάρου.

Το εκχύλισμά των φύλλων βρέθηκε να παρεμποδίζει τη δράση εντερικών ενζύμων που μεταβολίζουν τα σάκχαρα και να συμβάλλει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη διατήρηση χαμηλών επιπέδων γλυκόζης.

Morus alba Λευκή Μουριά αγουρος καρπος

Τα μούρα τα χρησιμοποιούσαν σε φλεγμονές και ως αιμοστατικά. Επίσης τα μούρα τονώνουν την λειτουργεία των νεφρών. Από τους καρπούς παρήγαγαν και σιρόπι θεραπευτικό που το χρησιμοποιούσαν σε στοματίτιδες και φαρυγγίτιδες. Τα άγουρα μούρα τα χρησιμοποιούσαν ως ανθελμινθικά.

Ο φλοιός χρησιμοποιείται για τον πονόδοντο. Τα μικρά κλαδιά τονώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, είναι αντιρρευματικά, αντιυπερτασικά και αναλγητικά. Το έγχυμα των μικρών κλαδιών είναι χρήσιμο σε πόνους στις αρθρώσεις, σε οιδήματα και ρίχνει την πίεση.

Ο φλοιός της ρίζας είναι κατασταλτικός, διουρητικός, αποχρεμπτικός και αντιυπερτασικός. Ο φλοιός της ρίζας είναι διαλυτικός και διουρητικός. Το αφέψημα του φλοιού της ρίζας βοηθά στο άσθμα.

Πηγή: savvastryfonosplants.com, pfaf.org, dspace.aua.gr, Photo, www.proionta-tis-fisis.com, www.ellinikabaharika.gr

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 2 Average: 5]

Απάντηση