Armillaria mellea

Armillaria mellea
Αρμιλλάρια η μελένια

Το Armillaria mellea αναπτύσσεται παρασιτικά το φθινόπωρο μετά από βροχές σε πλατύφυλλα, κωνοφόρα αλλά κατά καιρούς και σε οπωροφόρα δένδρα σε οπωρώνες. Σχηματίζει πυκνές συστάδες στη βάση των κορμών, των πρέμνων, σε νεκρές ρίζες και περιστασιακά σε πεσμένα κλαδιά. Πολύ κοινός μύκητας, αν και δεν συνιστάται είναι βρώσιμος όταν μαγειρευτεί και αλλαχτεί το νερό, θα πρέπει να καταναλώνονται μόνο σε μικρές ποσότητες, γιατί προκαλεί στομαχικές διαταραχές σε ορισμένα άτομα.

Συστηματική ταξινόμηση:
Phylum (Συνομοταξία) : Basidiomycota
Class (Ομοταξία) : Agaricomycetes
Order (Τάξη) : Agaricales
Family (Οικογένεια): Physalacriaceae
Genus (Γένος) : Armillaria
Species (Είδος) : A. mellea

Επιστημονική ονομασία: Armillaria mellea (Vahl) P.Kumm. (1871)

Συνώνυμα: Armillariella mellea (Vahl) P.Karst. (1881)

Ελληνική ονομασία: Αρμιλλάρια η μελένια

Κοινές ονομασίες: Κουτσουρομανίτες

Περιγραφή:

Ο πίλος (καπέλο) έχει διάμετρο από 3-15 εκατοστά, αρχικά ημισφαιρικό, κυρτό, σχεδόν επίπεδο αργότερα, κολλώδες σε υγρό περιβάλλον, το χρώμα του είναι λαδί, μελί, λαδί-κιτρινωπό ή και πιο σκούρο με αποχρώσεις του λαδί-καφετί, συνήθως με πιο σκούρα ινίδια στο κέντρο κάπως ακτινωτά.

Τα ελάσματα είναι αρχικά λευκά, ροδο-κιτρινωπά αργότερα, με καστανές κηλίδες, πλατιά, ολοστυπικά ή ελαφρώς κατερχόμενα.

Ο στύπος (πόδι) έχει ύψος 4-15 και διάμετρο 0,5-1,5 εκατοστά, κυλινδρικό, υπόλευκο στο πάνω μέρος, καφέ-κιτρινωπό το υπόλοιπο συχνά με πιο σκουρόχρωμη βάση. Έχει επίμονο βαμβακένιο λευκωπό δακτυλίδι με κιτρινωπό χνούδι στη περίμετρο της κάτω πλευρά του.

Η σάρκα είναι υπόλευκη, με γλυκιά αρχικά και μετά πικρή γεύση, με οσμή που θυμίζει μούχλα.

Το αποτύπωμα των σπορίων είναι λευκό.

Ομοιότητες:

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria ostoyae έχει καφέ-μαυριδερά λέπια στο καπέλο και χαρακτηριστική σκούρο-καφέ ή μαύρη περίμετρο στη κάτω πλευρά του επίμονου δακτυλίου.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria cepistipes καρποφορεί σε ομάδες με λιγότερα συμφυή καρποσώματα, έχει καπέλο με έντονα γραμμωτό χείλος και βαμβακώδες-ινώδες δαχτυλίδι στο πόδι του.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria tabescens είναι πολύ παρόμοιο, αλλά δεν έχει δακτυλίδι και τα ελάσματα του μετατρέπονται σε ροδό-καφετιά στην ωριμότητα.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria gallica έχει βολβώδη στύπο και πρόσκαιρο δαχτυλίδι που γίνεται μια κιτρινωπή ζώνη στην ωριμότητα.

Τo μη εδώδιμο Pholiota squarrosa είναι γενικά παρόμοιο σε χρώμα και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια διατηρεί για αρκετό διάστημα γυριστό περιθώριο και έχει κιτρινωπή σάρκα με οσμή και γεύση που θυμίζει ραπανάκι.

Το συχνό, μη εδώδιμο, Pholiota highlandensis καρποφορεί σε καμένο ξύλο, έχει καφέ-πορτοκαλί καπέλο με πιο ανοιχτόχρωμη περίμετρο, πόδι με πρόσκαιρη ζώνη δακτυλιδιού και με κοκκινοκαφετιά ινώδη λέπια.

Σχόλια:

Αυτός ο παρασιτικός μύκητας μπορεί να κάνει τεράστια ζημιά στα δάση, να προσβάλλει τόσο κωνοφόρα όσο και πλατύφυλλα δέντρα, η ζημιά εσωτερικά είναι συνήθως τόσο μεγάλη, ώστε το δέντρο να είναι καταδικασμένο.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται στις κορυφές των προσβεβλημένων δέντρων με αποχρωματισμό του φυλλώματος, με μειωμένη ανάπτυξη, μαρασμό και τελικά το θάνατο.

Πηγή: Photography Wikimedia Commons, Author Strobilomyces Date 20:11, 17 June 2005 & Photography flickr.com, Author Charles de Mille-Isles Date September 19, 2011 

Οδηγός Ταυτοποίησης

Ο πίλος (καπέλο) έχει διάμετρο από 3-15 εκατοστά, αρχικά ημισφαιρικό, κυρτό, σχεδόν επίπεδο αργότερα, κολλώδες σε υγρό περιβάλλον, το χρώμα του είναι λαδί, μελί, λαδο-κιτρινωπό ή και πιο σκούρο με αποχρώσεις του λαδο-καφετί, συνήθως με πιο σκούρα ινίδια στο κέντρο κάπως ακτινωτά.

Τα ελάσματα είναι αρχικά λευκά, ροδο-κιτρινωπά αργότερα, με καστανές κηλίδες, πλατιά, ολοστυπικά ή ελαφρώς κατερχόμενα.

Ο στύπος (πόδι) έχει ύψος 4-15 και διάμετρο 0,5-1,5 εκατοστά, κυλινδρικό, υπόλευκο στο πάνω μέρος, καφέ-κιτρινωπό το υπόλοιπο συχνά με πιο σκουρόχρωμη βάση. Έχει επίμονο βαμβακένιο λευκωπό δακτυλίδι με κιτρινωπό χνούδι στη περίμετρο της κάτω πλευρά του.

Η σάρκα είναι υπόλευκη, με γλυκιά αρχικά και μετά πικρή γεύση, με οσμή που θυμίζει μούχλα.

Έχει χρώμα λευκό.

Το Armillaria mellea αναπτύσσεται παρασιτικά το φθινόπωρο μετά από βροχές σε πλατύφυλλα, κωνοφόρα αλλά κατά καιρούς και σε οπωροφόρα δένδρα σε οπωρώνες. Σχηματίζει πυκνές συστάδες στη βάση των κορμών, των πρέμνων, σε νεκρές ρίζες και περιστασιακά σε πεσμένα κλαδιά.

Πολύ κοινός μύκητας, αν και δεν συνιστάται είναι βρώσιμος όταν μαγειρευτεί και αλλαχτεί το νερό, θα πρέπει να καταναλώνονται μόνο σε μικρές ποσότητες, γιατί προκαλεί στομαχικές διαταραχές σε ορισμένα άτομα.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria ostoyae έχει καφέ-μαυριδερά λέπια στο καπέλο και χαρακτηριστική σκούρο-καφέ ή μαύρη περίμετρο στη κάτω πλευρά του επίμονου δακτυλίου.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria tabescens είναι πολύ παρόμοιο, αλλά δεν έχει δακτυλίδι και τα ελάσματα του μετατρέπονται σε ροδό-καφετιά στην ωριμότητα.

Το εδώδιμο μετά από μαγείρεμα Armillaria gallica έχει βολβώδη στύπο και πρόσκαιρο δαχτυλίδι που γίνεται μια κιτρινωπή ζώνη στην ωριμότητα.

Τo μη εδώδιμο Pholiota squarrosa είναι γενικά παρόμοιο σε χρώμα και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια διατηρεί για αρκετό διάστημα γυριστό περιθώριο και έχει κιτρινωπή σάρκα με οσμή και γεύση που θυμίζει ραπανάκι.

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 1 Average: 5]