Pseudocraterellus undulatus
Pseudocraterellus undulatus Ψευδοκρατηρίσκος ο κυματιστός
Το φαγώσιμο, όχι πολύ συχνό, Pseudocraterellus undulatus Ψευδοκρατηρίσκος ο κυματιστός, καρποφορεί φθινόπωρο και χειμώνα, σε δάση πλατύφυλλων, κυρίως σε οξιές- Fagus, αλλά και σε δρυ, φουντουκιά, καστανιά και φράξο, σε πολύ μεγάλες ομάδες, κρύβεται καλά κάτω από τα στρωμένα φύλα και είναι δύσκολη η εύρεση του.
Συστηματική ταξινόμηση:
Phylum (Συνομοταξία) : Basidiomycota
Class (Ομοταξία) : Agaricomycetes
Order (Τάξη) : Cantharellales
Family (Οικογένεια): Cantharellaceae
Genus (Γένος) : Pseudocraterellus
Species (Είδος) : P. undulatus
Επιστημονική ονομασία: Pseudocraterellus undulatus (Pers .: Fr.) S.Rauschert
Συνώνυμα: Cantharellus sinuosus Fr., Cantharellus undulatus (Pers.) Fr., Craterellus sinuosus (Fr.) Fr., Craterellus undulatus (Pers.) Redeuilh
Ελληνική ονομασία: Ψευδοκρατηρίσκος ο κυματιστός
Περιγραφή
Το καπέλο του έχει σχήμα χωνιού συχνά με τρύπα στο κέντρο, η διάμετρος του κυμαίνεται από 1-5 εκατοστά έχει χρώμα γκριζοκαφετί με έντονα ανοικτόχρωμη-κιτρινωπή, κυματιστή, πτυχωτή περίμετρο που συχνά έχει αχνά ινίδια. Αρκετές φορές υπάρχουν δύο ή περισσότερα καπέλα πάνω σε ένα πόδι.
Το υμένιο αρχικά γκρι-μπεζ, αργότερα και όσο ωριμάζει ασπριδερό από τα σπόρια του, με κατερχόμενες με αραιές μερικές φορές αναστομώμενες νευρώσεις.
Το πόδι έχει ύψος 3-6 και διάμετρο 0,3-0,8 εκατοστά, είναι κούφιο, ακανόνιστα κυλινδρικό, γκριζοκαφετί, λεπταίνει ελαφρώς στη βάση του.
Η σάρκα του είναι πολύ λεπτή, μαλακή, με αδύναμη αλλά ευχάριστη οσμή και με ήπια γεύση.
Το αποτύπωμα των σπόρων του έχει ασπριδερό έως κρεμ χρώμα.
Ομοιότητες:
Μοιάζει αρκετά με το συχνό, νόστιμο, Craterellus lutescens, το οποίο έχει χρυσο-κίτρινες αποχρώσεις.
Το συχνό, εδώδιμο, Craterellus tubaeformis, έχει γκρίζο-κίτρινο, γκρίζο-καφετί υμένιο όχι λείο, αλλά με καλά σχηματισμένες αναστομώσεις-νευρώσεις.
Το συχνό, νόστιμο, Craterellus cornucopioides έχει χρώμα μαύρο ή σκούρο γκρι και το υμένιο, η εξωτερική του επιφάνεια, είναι λεία ή λιγότερο ομαλή.
Το Craterellus konradii έχει κιτρινωπό σώμα καρποφορίας, είχε οριστεί ως ξεχωριστό είδος, αλλά μετά από μελέτη του DNA θεωρείται ως συνώνυμο του Craterellus cornucopioides.
Το όχι και τόσο συχνό, νόστιμο, Cantharellus cinereus έχει υμένιο, η εξωτερική του επιφάνεια, γκρίζα, θαμπή έως σχεδόν μαύρη και με αραιές κατερχόμενες πτυχώσεις ή αναστομώσεις (ψευδό-ελάσματα).
Οδηγός Ταυτοποίησης
έχει σχήμα χωνιού συχνά με τρύπα στο κέντρο, η διάμετρος του κυμαίνεται από 1-5 εκατοστά έχει χρώμα γκριζοκαφετί με έντονα ανοικτόχρωμη-κιτρινωπή, κυματιστή, πτυχωτή περίμετρο που συχνά έχει αχνά ινίδια. Αρκετές φορές υπάρχουν δύο ή περισσότερα καπέλα πάνω σε ένα πόδι.
Το υμένιο αρχικά γκρι-μπεζ, αργότερα και όσο ωριμάζει ασπριδερό από τα σπόρια του, με κατερχόμενες με αραιές μερικές φορές αναστομώμενες νευρώσεις.
Το πόδι έχει ύψος 3-6 και διάμετρο 0,3-0,8 εκατοστά, είναι κούφιο, ακανόνιστα κυλινδρικό, γκριζοκαφετί, λεπταίνει ελαφρώς στη βάση του.
Η σάρκα του είναι πολύ λεπτή, μαλακή, με αδύναμη αλλά ευχάριστη οσμή και με ήπια γεύση.
Το αποτύπωμα των σπόρων του έχει ασπριδερό έως κρεμ χρώμα.
Το όχι πολύ συχνό, Pseudocraterellus undulatus Ψευδοκρατηρίσκος ο κυματιστός, καρποφορεί φθινόπωρο και χειμώνα, σε δάση πλατύφυλλων, κυρίως σε οξιές- Fagus, αλλά και σε δρύ, φουντουκιά, καστανιά και φράξο, σε πολύ μεγάλες ομάδες, κρύβεται καλά κάτω από τα στρωμένα φύλα και είναι δύσκολη η εύρεση του.
Φαγώσιμο, νόστιμο
Μοιάζει αρκετά με το συχνό, νόστιμο, Craterellus lutescens, το οποίο έχει χρυσο-κίτρινοες αποχρώσεις.
Το συχνό, εδώδιμο, Craterellus tubaeformis, έχει γκρίζο-κίτρινο, γκρίζο-καφετί υμένιο όχι λείο, αλλά με καλά σχηματισμένες αναστομώσεις-νευρώσεις.
Το συχνό, νόστιμο, Craterellus cornucopioides έχει χρώμα μαύρο ή σκούρο γκρι, και το υμένιο, η εξωτερική του επιφάνεια, είναι λεία ή λιγότερο ομαλή.
Το Craterellus konradii έχει κιτρινωπό σώμα καρποφορίας, είχε οριστεί ως ξεχωριστό είδος, αλλά μετά από μελέτη του DNA θεωρείται ως συνώνυμο του Craterellus cornucopioides.
Το όχι και τόσο συχνό, νόστιμο, Cantharellus cinereus έχει υμένιο, η εξωτερική του επιφάνεια, γκρίζα, θαμπή έως σχεδόν μαύρη και με αραιές κατερχόμενες πτυχώσεις ή αναστομώσεις (ψευδό-ελάσματα).
Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!