Mycena pura

Mycena pura Μυκήνα η καθαρή 

Το κοινό, τοξικό, Mycena pura, Μυκήνα ή καθαρή είναι ένα μανιτάρι που προκαλεί σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα, περιέχει μια μικρή ποσότητα θανατηφόρας τοξίνης της μουσκαρίνης, καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, σε ομάδες, σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων και σε εδάφη με κοπριά ή χούμο.

Συστηματική ταξινόμηση:
Phylum (Συνομοταξία) : Basidiomycota
Class (Ομοταξία) : Basidiomycetes
Order (Τάξη) : Agaricales
Family (Οικογένεια): Mycenaceae
Genus (Γένος) : Mycena
Species (Είδος) : M. pura

Επιστημονική ονομασία: Mycena pura (Pers.) P. Kumm.

Συνώνυμα: Agaricus purus Pers., Gymnopus purus (Pers.) Gray, and Agaricus pseudopurus Cooke

Περιγραφή:

Το καπέλο του Mycena pura έχει διάμετρο 2-5 εκατοστά, αρχικά είναι καμπανόμορφο, κυρτό, σχεδόν επίπεδο στην ωριμότητα με αυλακωτή λευκή περιφέρεια. Έχει χρώμα πολύ μεταβλητό από λευκωπό, βιολετί, γκριζό-μολυβί έως ωχροκίτρινο, εξαρτάται από τον οικότοπο και από τη ποσότητα φωτός που δέχεται.

Τα ελάσματα είναι εφαπτόμενα με μικρή οδόντωση, πλατιά, λευκά μερικές φορές με αποχρώσεις του γκρίζου ή βιολετί, με οδοντωτή ακμή.

Το πόδι έχει ύψος 4-8 και διάμετρο 0,3-1 εκατοστά, γκρίζο-βιολετί χρώμα, είναι κούφιο, θαμπό με μικρή εξόγκωση στη βάση.

Η σάρκα του είναι λευκή, με έντονη οσμή που θυμίζει ραπανάκι και όμοια γεύση.

Το αποτύπωμα των σπόρων έχει χρώμα λευκό.

Ομοιότητες:

Το συχνό, τοξικό, Mycena rosea, έχει καπέλο με ρόδινο χρώμα χωρίς λιλά αποχρώσεις.

Tο όχι συχνό, ύποπτο τοξικότητας, Mycena pelianthina, καρποφορεί μοναχικά ή σε μικρές ομάδες, καλοκαίρι και φθινόπωρο, σε δάση πλατύφυλλων και έχει καφέ-γκρι, ανοικτό καφέ-λιλά καπέλο 1,5-5 εκατοστά, ελάσματα γκρίζο-βιολετί με σκούρες-μωβ κόψεις και ίδιου χρώματος ακμή, πόδι 0,2-0,8 x 0,2-0,8 χιλιοστά γκρίζο-λιλά με μυκήλιο στη βάση του, σάρκα με γεύση και οσμή που θυμίζει ρεπανάκι και αποτύπωμα σπόρων λευκό.

Το όχι συχνό, ύποπτο τοξικότητας, Mycena diosma, καρποφορεί κυρίως σε δάση οξιάς αλλά και σε κωνοφόρα, και έχει καπέλο στα νεαρά καρποσώματα μωβ-καφέ ή σκούρο κοκκινωπό (με ύβο γκρι-βιολετί-ώχρα) και αποχρωματίζεται με την ηλικία σε κίτρινο-μοβ-γκρι (λευκό ύβο), ελάσματα με λευκές κόψεις και σάρκα με ευχάριστη οσμή λουλουδιών. (Πηγή: www.fichasmicologicas.com)

Το όχι συχνό, τοξικό, Inocybe geophylla var. lilacina, το καπέλο του έχει κίτρινη θηλή δεν έχει περιθώριο ραβδωτού, δεν έχει οσμή ρεπανιού και το αποτύπωμα των σπορίων του έχει καφέ χρώμα.

Το συχνό, εδώδιμο, Lepista nuda παράγει μεγαλύτερα καρποσώματα με πιο λιλά αποχρώσεις.

Το συχνό, μη εδώδιμο, Laccaria amethystina έχει βαθύ μωβ-βιολετί καπέλο, έχει ινώδη και όχι λείο πόδι και η σάρκα του δεν έχει κάποια ιδιαίτερη οσμή.

Τα είδη του γένους Cortinarius, είναι σημαντικά πιο εύρωστα, έχουν ίχνη κορτίνας στο πόδι και βολβώδη βάση.

Πηγή: http://www.first-nature.com

Οδηγός Ταυτοποίησης

Το καπέλο του Mycena pura έχει διάμετρο 2-5 εκατοστά, αρχικά είναι καμπανόμορφο, κυρτό, σχεδόν επίπεδο στην ωριμότητα με αυλακωτή λευκή περιφέρεια. Έχει χρώμα πολύ μεταβλητό από λευκωπό, βιολετί, γκριζό-μολυβί έως ωχροκίτρινο, εξαρτάται από τον οικότοπο και από τη ποσότητα φωτός που δέχεται.

Τα ελάσματα είναι εφαπτόμενα με μικρή οδόντωση, πλατιά, λευκά μερικές φορές με αποχρώσεις του γκρίζου ή βιολετί, με οδοντωτή ακμή.

Το πόδι έχει ύψος 4-8 και διάμετρο 0,3-1 εκατοστά, γκρίζο-βιολετί χρώμα, είναι κούφιο, θαμπό με μικρή εξόγκωση στη βάση.

Η σάρκα του είναι λευκή, με έντονη οσμή που θυμίζει ραπανάκι και όμοια γεύση.

Έχει χρώμα λευκό.

Το κοινό, καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, σε ομάδες, σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων και σε εδάφη με κοπριά ή χούμο.

Είναι τοξικό μανιτάρι που προκαλεί σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα, περιέχει μια μικρή ποσότητα θανατηφόρας τοξίνης της μουσκαρίνης.

Το συχνό, τοξικό, Mycena rosea, έχει καπέλο με ρόδινο χρώμα χωρίς λιλά αποχρώσεις.

Tο όχι συχνό, ύποπτο τοξικότητας, Mycena pelianthina, καρποφορεί μοναχικά ή σε μικρές ομάδες, καλοκαίρι και φθινόπωρο, σε δάση πλατύφυλλων και έχει καφέ-γκρι, ανοικτό καφέ-λιλά καπέλο 1,5-5 εκατοστά, ελάσματα γκρίζο-βιολετί με σκούρες-μωβ κόψεις και ίδιου χρώματος ακμή, πόδι 0,2-0,8 x 0,2-0,8 χιλιοστά γκρίζο-λιλά με μυκήλιο στη βάση του, σάρκα με γεύση και οσμή που θυμίζει ρεπανάκι και αποτύπωμα σπόρων λευκό.

Το όχι συχνό, ύποπτο τοξικότητας, Mycena diosma, καρποφορεί κυρίως σε δάση οξιάς αλλά και σε κωνοφόρα, και έχει καπέλο στα νεαρά καρποσώματα μωβ-καφέ ή σκούρο κοκκινωπό (με ύβο γκρι-βιολετί-ώχρα) και αποχρωματίζεται με την ηλικία σε κίτρινο-μοβ-γκρι (λευκό ύβο), ελάσματα με λευκές κόψεις και σάρκα με ευχάριστη οσμή λουλουδιών. (Πηγή: http://www.fichasmicologicas.com/?micos=1&alf=*&art=960)

Το όχι συχνό, τοξικό, Inocybe geophylla var. lilacina, το καπέλο του έχει κίτρινη θηλή δεν έχει περιθώριο ραβδωτού, δεν έχει οσμή ρεπανιού και το αποτύπωμα των σπορίων του έχει καφέ χρώμα.

Το συχνό, εδώδιμο, Lepista nuda παράγει μεγαλύτερα καρποσώματα με πιο λιλά αποχρώσεις.

Το συχνό, μη εδώδιμο, Laccaria amethystina έχει βαθύ μωβ-βιολετί καπέλο, έχει ινώδη και όχι λείο πόδι και η σάρκα του δεν έχει κάποια ιδιαίτερη οσμή.

Τα είδη του γένους Cortinarius, είναι σημαντικά πιο εύρωστα, έχουν ίχνη κορτίνας στο πόδι και βολβώδη βάση.

Follow Us

Σου αρέσει αυτή τη δημοσίευση; Μοιράσου το με φίλους!

Facebook
Pinterest
Twitter
Email
Click to rate this post!
[Total: 3 Average: 5]